ψηλαφῶ

Revision as of 08:21, 30 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ψηλαφῶ, ψηλαφάω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μο...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ψηλαφῶ, ψηλαφάω, ΝΜΑ
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου
2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα
3. θωπεύω, χαϊδεύω
4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα
μσν.
ζητώ, ψάχνω να βρω
αρχ.
αποπειρώμαι, επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών συνωνύμων ρ. ψάλλω (αόρ. ἔψηλα / ἔψᾱλα) και ἀφῶ (< ἀφή). Κατ' άλλη άποψη, το α' συνθετικό του ρ. είναι αμάρτυρος τεχνικός όρος ψᾱλᾱ, από όπου, αναλογικά, το ρ. μηλαφῶ].