δυσώνυμος
English (LSJ)
ον, A bearing an ill name, hateful, υἷες Ἀχαιῶν Il.6.255; ἠώς Od.19.571; μοῖρα Il.12.116; λέκτρα S.OC528 (lyr.); φθόνος E.Fr.403; κήρ A.R.2.258; esp. bearing a name of ill omen, such as αἴας, S.Aj.914 (lyr.): Comp., Ph.1.680:—in S.Fr.88.9 (lyr.) perhaps δ. γλώσσῃ whose tongue earned him an ill name (of Thersites).
German (Pape)
[Seite 691] (ὄνομα) 1) mit einem bösen Namen, = verhaßt, verabscheut. Homer dreimal, Iliad. 6, 255 δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν, 12, 116 μοῖρα δυσώνυμος, Odyss. 19, 571 ἠὼς δυσώνυμος. Vgl. ἀνώνυμος, νώνυμος u. νώνυμνος, ὁμώνυμος, ἐπώνυμος. – Folgende: λέκτρα Soph. O. C. 532; κήρ Ap. Rh. 2, 258; bei K. S. öfter = verflucht. – 2) dessen Namen eine böse Vorbedeutung enthält, Soph. Ai. 897.
Greek (Liddell-Scott)
δυσώνῠμος: -ον, φέρων κακὸν ὄνομα, βδελυκτός, μισητός, υἷες Ἀχαιῶν Ἰλ. Ζ. 255· ἠώς Ὀδ. Τ. 571· μοῖρα Ἰλ. Μ. 116· λέκτρα Σοφ. Ο. Κ. 528, κτλ. ἰδίως φέρων ὄνομα κακὰ προμηνῦον, δυσοιώνιστον, οἷον τὸ Αἴας, ὁ αὐτ. Αἴ. 914, πρβλ.430 κἑξ.·-ποιητ. ὡσαύτως δυσώνυμνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1066. ΙΙ. κακῶς ὁμιλῶν, μὴ ἔχων εὐγλωττίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au nom odieux;
2 au nom de mauvais augure.
Étymologie: δυσ-, ὄμομα.
Spanish (DGE)
(δυσώνῠμος) -ον
de mal nombre, maldito δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν Il.6.255, μοῖρα Il.12.116, IAphrodisias 2.156 (biz.), ἠὼς εἶσι δ. viene la aurora maldita en la que Penélope debe casarse con otro Od.19.571, ὑφέλξων τὸν δυσώνυμον ἄρτον prob. sens. obs., Hippon.20, cf. Sapph.476.8S., Stesich.107.4S., πατήρ Hes.Th.171, Αἴας S.Ai.914, ματρόθεν ... δυσώνυμα λέκτρ' S.OC 528, δυσειδὲς σῶμα καὶ δ. S.Fr.88.9, φθόνος E.Fr.403, δυσώνυμον εἰς γῆρας ἐλθεῖν E.Fr.575, Κήρ A.R.2.258, πολέμου δυσωνυμοτέρα ταραχή Ph.1.680, δ. Ποδάγρα κέκλημαι Luc.Ocyp.1, cf. Trag.7, ἑρπετόν Opp.H.2.424, cf. 165, 3.353, ὕβρις Hld.5.7.1, δαίμων Triph.420, σύνηθες ... κατὰ κυρίων ὀνομάτων χωρεῖν, κἂν μὴ εἶεν δυσώνυμα Eust.379.38
•neutr. subst. τὸ δ. el mal nombre σῶν λεχέων τὸ δ. E.Andr.1189.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσώνυμος, -ον)
αυτός που έχει κακό όνομα, μισητός, καταραμένος
νεοελλ.
κακόφημος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρουσούζικο όνομα
2. αυτός που χρησιμοποιεί άσχημα τη γλώσσα.
Greek Monotonic
δυσώνῠμος: -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα), αυτός που έχει κακό όνομα, φήμη, δυσοίωνος, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· ιδίως, αυτός που έχει όνομα που προμηνύει άσχημα γεγονότα, όπως το Αἴας, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσώνυμος -ον [δυσ-, ὄνομα] met een ongeluksnaam, met een vervloekte naam;. δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν de zonen der Achaeërs met hun vervloekte naam Il. 6.255; δυσώνυμος Αἴας Ajax met zijn ongelukkige naam (naam klinkt als αἰαῖ ‘wee!’) Soph. Ai. 914.
Russian (Dvoretsky)
δυσώνῠμος:
1) чье имя внушает отвращение, ненавистный (υἷες Ἀχαιῶν Hom.);
2) роковой, зловещий (μοῖρα Hom.);
3) злополучный, проклятый, несчастный (λέκτρα, Αἴας Soph.).
Middle Liddell
δυσ-ώνῠμος, ον ὄνυμα, aeolic for ὄνομα
bearing an ill name, ill-omened, Hom., Soph., etc.; esp. bearing a name of ill omen, such as Αἴας, Soph.