περιπλοκή

Revision as of 13:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ἡ, A twining round, interlacing, Arist.HA540b4; περιπλοκαὶ γυναικῶν Plb.2.56.7, cf. Luc.Alex.39, etc.; περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός] Plu.2.649c. b in the philos. of Epicurus, interlacing of atoms, Ep.1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι Arist.Fr.208. II metaph., of one wrestling in argument, Ph.1.199. 2 entanglement, complication, POxy.533.10 (ii/iii A. D.). 3 intricacy, περιπλοκὰς λόγων circumlocutions, E.Ph.494, cf. Hermog.Meth.8; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Antiph.74.1; τί οὖν… π. λέγεις; Strato Com.1.35; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ M.Ant.12.1.

German (Pape)

[Seite 588] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλοκή: ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε περιπλέκω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
enlacement, embrassement.
Étymologie: περιπλέκω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιπλέκω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῖται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.)
2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)
νεοελλ.
1. απροσδόκητο εμπόδιοπεριπλοκή της υπόθεσης»)
2. (για νόσο) επιπλοκή
μσν.-αρχ.
περίπτυξη, εναγκαλισμός («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. περιτύλιξη, περιέλιξη («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῦτο τὸ δένδρον ταῖς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)
2. (στον Επίκουρο, για τα άτομα) σύμπλεξη, σύμμιξη, συνένωση
3. μτφ. α) εμπλοκή κατά την ανάπτυξη του λόγου, σύγχυση στην ανάπτυξη επιχειρημάτων
β) το να εκφράζεται κανείς με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας εἶπον», Ευρ.)
4. ένωση.

Greek Monotonic

περιπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

περιπλοκή:
1) сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.);
2) объятие (τῶν γυναικῶν Polyb.);
3) запутанность, сложность (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλοκή -ῆς, ἡ [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.

Middle Liddell

περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
a twining round, entanglement, intricacy, Eur.