εὔσαρκος

Revision as of 18:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (σάρξ) fleshy, in good condition, Hp. Aph.4.7, X.Lac.5.8, Arist.HA583a9, Phld.Mort.30, etc.; of meat, Amphis 16; opp. σαρκώδης on the one hand, and ἄσαρκος on the other, Gal.6.30.

German (Pape)

[Seite 1097] sehr fleischig, wohlbeleibt, im Ggstze zum magern, Aesch. 1, 41; Xen. Lac. 5, 8; Arist. probl. 1, 34 u. Sp. Davon

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
charnu, qui a de l'embonpoint.
Étymologie: εὖ, σάρξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσαρκος: -ον, (σὰρξ) ἔχων καλὰς σάρκας, εὐσώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1249, Ξεν. Λακ. 5. 8. κλ.· ἐπὶ κρέατος, κρανίων μέρη εὔσαρκα, πλήρη σαρκός, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ.» 1: ― ἀντιτίθεται δὲ ὁτὲ μὲν τῷ σαρκώδης, ὀτὲ δὲ τῷ ἄσαρκος, Γαλην.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].

Greek Monotonic

εὔσαρκος: -ον (σάρξ), παχύσαρκος, σαρκώδης, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, παχουλός, γεμάτος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔσαρκος: мясистый, полный (εὔχροός τε καὶ εὔ. Xen.; διὰ τὴν εὐτροφίαν Arst.).

Middle Liddell

εὔσαρκος, ον σάρξ
fleshy, in good case, plump, Xen.