полный
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Russian > Greek
ἄκρατος, ἄκρητος, σύνολος, λιπαρός, εὔσαρκος, ὀγκώδης, περίπλεος, ἐπίπλεος, παντελής, ἀνάπλεως, ἔμπλεος, ἔμπλειος, πλήρης, ἔκπλεος, ἔκπλεως, μεστός, ἐντελής, ἐντελικός, ἐπηετανός, ζαπληθής, πλέος, διχόμηνος, ἀμφιθαλής, περίογκος, εὐφυής, πολυσώματος, περιπληθής, παχύς, πάνοπλος, πολύτροφος, ὁλοσχερής, ὅλος, οὖλος, πλατύς