παθαίνω

Revision as of 07:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

(πάθος) A make pathetic, τὰ μὴ ἔχοντα πάθος Corn.Rh.p.388 H.; fill with emotion, τοὺς ἀκροωμένους D.H.Dem.18, cf. 20, Th.23:— Med., aor. ἐπαθηνάμην Luc.Am.29; speak with passionate gestures, σύ μοι χολὴν κινεῖς παθαινομένη Men.Epit.587, cf. D.H.3.73, D.C.51.12; of an orator, D.H.Lys.9, Plu.2.447f, Luc.l.c.; of a dancer, AP5.128 (Autom.); of a musician, Plu.2.713a:—Pass., to be subject to passion or emotionally affected, π. κατὰ τὴν αἴσθησιν Porph.Abst.1.42, cf. Sent. 29, Procl.Inst.209. II in Pass., to be subject to external influences, Olymp. in Mete.9.28, Simp. in Cat.316.12.

German (Pape)

[Seite 437] in Leidenschaft, πάθος setzen, D. Hal. iud. Thuc. 2, 3. – Gew. im med. in Leidenschaft, in heftiger Bewegung sein, die Leidenschaft in Reden u. Geberden zu erkennen geben, Sp., wie Plut. non posse 20; κεκραγότες καὶ παθαινόμενοι τὸν ἄγριον τρόπον, D. Hal. 3, 73; oft von den Rednern, z. B. D. Hal. iud. Lys. 9. – Auch von mimischen Künstlern, eine Leidenschaft darstellen, leidenschaftlich darstellen, so von einer Tänzerinn, πάντα παθαίνεται, Automed. 3 (V, 129); cf. Ernesti lex. Technol. rhet. p. 237.

French (Bailly abrégé)

et au Moy. παθαίνομαι;
éprouver une affection vive, être vivement ému, se passionner, s'échauffer.
Étymologie: πάθος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθαίνω: (πάθος) κινῶ εἰς πάθος, Διον. Ἁλ. π. Θουκυδ. 23. ― Μέσ., αἰσθάνομαι πάθος, συγκίνησιν, ἐξάπτομαι, πίπτω εἰς σφοδρὰν παθητικὴν κατάστασιν ἣν ἐκφράζω διὰ σχημάτων τοῦ προσώπου καὶ παντοίων χειρονομιῶν, ὡς οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ ῥήτορες, ὥστε παριστῶ τι μετὰ πάθους καὶ συγκινήσεως, ὁ αὐτ. 3. 73· ἐπὶ ῥήτορος, ὁ αὐτ. π. Λυσ. 9, Πλούτ. 2. 447F, κλ.· ἐπὶ παντομίμου, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἐπὶ μουσικοῦ, Πλούτ. 2. 713Α. 2) -πάσχω, Ἀπόκρυφ. Πράξ. Ἀνδρ. καὶ Ματθ. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παθαίνεσθαι· δεινοπαθεῖν», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ἐπαθαίνετο, πάσχειν ᾤετο δεινά».

Greek Monolingual

(ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι
αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική»)
νεοελλ.
φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» — λέγεται για να δηλώσει χαιρέκακη ικανοποίηση για κάτι κακό που συνέβη σε κάποιον ή ως επιδοκιμασία τιμωρίας που επιβλήθηκε σε κάποιον
β) «τήν έπαθε σαν αγράμματος» — απέτυχε από αφέλεια, αμέλεια ή απροσεξία
γ) «τήν έπαθε χιώτικα» — χρησιμοποίησαν ανέντιμα μέσα εναντίον του προκειμένου να αποτύχει
δ) «τήν παθαίνω» — αποτυγχάνω
νεοελλ.-μσν.
υφίσταμαι κάτι κακό, πάσχω, υποφέρω («έπαθα πολλά κακά στη ζωή μου»)
αρχ.
1. προκαλώ έντονη συγκίνηση σε κάποιον
2. παθ. α) μιλώ με πάθος και συγκίνηση
β) υπόκειμαι σε εξωτερικές επιδράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανθάνω, από το ἔπαθον, αόρ. β' του ρ. πάσχω, κατά το σχήμα: ἔμαθον < μανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παθαίνω [πάθος] meestal med. gepassioneerd zijn.