φλογώδης

Revision as of 10:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ες, A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος -έστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., -έστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51. 2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7. 3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.

German (Pape)

[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à la flamme, d'un rouge de feu.
Étymologie: φλόξ, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.

Greek Monolingual

-ες / φλογώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
1. όμοιος με φλόγα, καυτερός
2. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος
νεοελλ.
γεμάτος φλόγες
αρχ.
1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες
α) ακτινοβολούμενη θερμότητα, πύρα
β) ιατρ. ερύθημα λόγω φλεγμονής.

Russian (Dvoretsky)

φλογώδης:
1) огненный или раскаленный (οὐσία Arst.);
2) палящий, жгучий (ἥλιος Luc.);
3) сверкающий, блестящий (χρυσός Diod.).