ἀποβουκολέω

Revision as of 13:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A lead astray, as cattle, βοῦς ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27. 2 lead away shepherds from the sheep, τῶν θρεμμάτων Chor.p.92B. 3 let stray, lose (as a bad shepherd does his sheep), χαρίεν γὰρ εἰ . . τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι . . if I were to lose my daughter her son, X.Cyr.1.4.13:—Pass., stray, lose one's way, Luc.Nav.4. 4 beguile, soothe, Id.Am.16; lead astray, seduce, Id.Bis Acc.13.

Spanish (DGE)

I 1hacer de mal pastor, perder c. ac. y dat. εἰ ... τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι si le hiciera de mal pastor a mi hija perdiéndole su hijo X.Cyr.1.4.13.
2 apartar c. ac. y gen. τοὺς ποιμένας ... τῶν θρεμμάτων Chor.Or.1.53, τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβουκολῆσαι consolarse de la desgracia Luc.Am.16
en v. med.-pas. extraviarse δέος οὐδὲν μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Luc.Nau.4.
II 1atraer c. ac. y prep. c. ac. (βοῦς) ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην Longus 1.27
fig. seducir ἐραστὴν αὐτῆς Διονύσιον Luc.Bis Acc.13, cf. Hsch.
2 apacentar, EM 120.5G.

German (Pape)

[Seite 297] (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήθης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., χαρίεν γάρ, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., δέος οὐδέν, μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 laisser se détourner du troupeau, laisser s'égarer ou se perdre;
2 détourner du troupeau, détourner, séduire.
Étymologie: ἀπό, βουκολέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβουκολέω: παροδηγῶ, ἀφίστημι, ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν ἀμελής, ὅστις ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ ἕνεκα κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον πρᾶγμα τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω αἴτιος εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ υἱός της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, ἁμαρτάνω τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, ἀπάγω, Ἐκκλ.

Greek Monotonic

ἀποβουκολέω: μέλ. -ήσω, αφήνω έρμαιο το κοπάδι ή το παροδηγώ, το καθοδηγώ λάθος, το παραπλανώ· αμελώ, χάνω (όπως ο κακός βοσκός χάνει τα πρόβατά του)· εἰ τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, εάν επρόκειτο να γίνω αίτιος να παραπλανηθεί ο γιος της κόρης μου, σε Ξεν. — Παθ., χάνω το δρόμο μου, παροδηγούμαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβουκολέω:
1) досл. дать отбиться от стада, перен. не досмотреть, не уберечь: ἀ. τινι τὸν παῖδα Xen. допустить, чтобы кто-л. не уберег ребенка; δέος οὐδέν, μὴ ἀποβουκοληθῇ Luc. нечего опасаться, что он заблудится;
2) отбивать, сманивать (τὸν ἐραστήν τινος Luc.): τοῦ παθους ἀποβουκολῆσαι ἑαυτόν Luc. отвлечься от своих страданий, забыть о своих страданиях.

Middle Liddell


to let cattle stray: to lose (as a bad shepherd does his sheep), εἰ τῆι θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι if I were to lose my daughter her son, Xen.:—Pass. to lose one's way, Luc.