παρανίσσομαι

Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

aor. 1 παρενῑσάμην, = παρανέομαι, pass beside, near, or beyond, c. acc., h.Ap.430, A.R.2.1030.

German (Pape)

[Seite 491] = παρανέομαι; c. accus., H. h. Ap. 430; Ap. Rh. 2, 1031.

French (Bailly abrégé)

passer le long de, longer, dépasser, acc..
Étymologie: παρά, νίσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσσομαι: проходить мимо, объезжать (Πελοπόννησον πᾶσαν HH).

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσσομαι: ἀποθ., = παρανέομαι, διαβαίνω πλησίον ἢ παρέρχομαι, μετ’ αἰτ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 430.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι δίπλα από έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].

Greek Monotonic

παρανίσσομαι: αποθ., προσπερνώ, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

Dep. to go past, c. acc., Hhymn.