ἐξαρέσκομαι

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A make oneself acceptable, make offerings, τοῖς θεοῖς X.Oec.5.3,19 (with v.l. εξαρεσκευομένους, nisi leg. θεούς). 2 c. acc. pers., ἐξαρέσασθαί τινα δώροις win him over by gifts, D.60.25, cf. 26.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. subj. 3a sg. ἐξαρέσηται D.60.25, opt. 2asg. ἐξαρέσαιο Gr.Naz.M.37.1483A, inf. ἐξαρέσασθαι D.60.26]
1 c. ac. de dioses o pers. conciliarse, atraerse o conseguir el favor de, ganarse τοὺς θεούς X.Oec.5.3, 19, τοὺς κυρίους D.60.25, τοὺς ἀνθρώπους Synes.Dio 6
abs., relig. conciliarse a los dioses, propiciar con la consagración de un templo ἀσπίδας ἀνέθεμεν πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαρέσασθαι Aeschin.3.116.
2 c. ac. de abstr. acallar, aplacar, apaciguar φθόνον Gr.Naz.l.c.

German (Pape)

[Seite 872] (s. ἀρέσκω), sich Einem gefällig zeigen u. seine Gunst erwerben, τοῖς θεοῖς, durch Opfer sich den Göttern befreunden, Xen. Oec. 5, 3; ἐὰν τοὺς κυρίους δώροις ἐξαρέσηται Dem. 60, 25, sie durch Geschenke gewinnen, vgl. §. 26.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαρέσομαι;
chercher à plaire : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux, se les rendre favorables.
Étymologie: ἐξ, ἀρέσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰρέσκομαι:
1) угождать (τοῖς θεοῖς Xen.);
2) задабривать, подкупать (τινα δώροις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρέσκομαι: μέλλ. -έσομαι: Ἀποθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἀρεστόν τινι, ἀξιοῦμαι τῆς εὐνοίας αὐτοῦ, ὥστε ἔχειν καὶ θεοῖς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας Ξεν. Οἰκ. 5, 3 καὶ 19. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαρέσασθαί τινα δώροις, ἐξαγοράσαι αὐτὸν διὰ δώρων, Δημ. 1396. 26, πρβλ. 1397. 3.

Greek Monolingual

ἐξαρέσκομαι (Α)
1. αποκτώ την εύνοια, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («θεοῖς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας», Ξεν.)
2. εξαγοράζω την εύνοια κάποιου («ἄν τοὺς κυρίους ἤ δώροις ἤ δι' ἄλλης ἡστινοσοῦν ὁμιλίας ἐξαρέσηται», Δημ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰρέσκομαι: μέλ. -έσομαι, αποθ.,
I. 1. γίνομαι αποδεκτός, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., κατακτώ κάποιον, αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. έσομαι
1. Dep. to make oneself acceptable, Xen.
2. c. acc. pers. to win over, Dem.