ἄιδω
Mantoulidis Etymological
ἀντί ἀείδω (=ψάλλω). Ἀπό τό α προθεματικό + ϝείδω, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ᾆσμα, ἀηδών, ἀοιδός, ἀοιδή, ᾠδή, ᾠδεῖον, ᾠδικός, ἐπῳδή, ἀοίδιμος, ἐπῳδός, τραγῳδός, τραγῳδία, μελῳδία, μελῳδός, χρησμῳδός, συνῳδός, κιθαρῳδός, κωμῳδός, κωμῳδία, μονῳδός, μονῳδία, παλινῳδία, παρῳδός, παρῳδία, παρῳδῶ, προσῳδία, ραψῳδός, ραψῳδία, ὑμνῳδός, ὑμνῳδία.