Θ

Revision as of 13:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θ, ϑ, θῆτα, τό, indecl., ninth (later eighth) letter of the Gr. alphabet; as numeral θʹ = ἐννέα, ἔνατος, but ͵θ = 9 000.
◊ abbreviation for θάνατος (or ἀπέθανε, τέθνηκε, θανατωτέον) found in certain Ptolemaic Mss. of Hp., acc. to Gal. 17(1).612, cf. Pers. 4.13, Mart. 7.37, Wessely Schrifttaf. zur ält. Latin Paläogr. No.8 (ii AD), PFay. 105 iii 26 (ii AD), Dessau Inscr. Latin Sel. 5140, etc.; v. θῆτα.

Greek Monotonic

Θ: θ, θῆτα, τό, άκλιτο, το όγδοο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, θʹ = ἐννέα, ἔνατος, αλλά ͵θ = 9.000. Το θ είναι το δασύπνοο άφωνο που σχετίζεται με το ψιλόπνοο τ και το μέσο δ.
I.Το θ μερικές φορές τρέπεται σε φ, όπως θλάω, φλάω· ομοίως στα Λατ. θήρ (Αιολ. φήρ) fera· θύρα fores· από το b, όπως ἐρυ-θρός ruber, οὖθαρ uber·
II.μεταβολές του θ στις ελλην. διαλέκτους·
1. Λακών, σε σ, όπως σάλασσα σεῖος Ἀσάνα Παρσένος αντί θάλασσα θεῖος Ἀθάνα παρθένος.
2. Αιολ. και Δωρ. τροπή σε τ, όπως αὖτις ἐντεῦθεν αντί αὖθις ἐντεῦθεν·
3. όταν το θ επαναλαμβανόταν στις δύο επόμενες συλλαβές, το προηγούμενο γινόταν τ, όπως στο Ἀτθίς.

Russian (Dvoretsky)

Θ: θ (τὸ θῆτα) тета
1 8-я буква греч. алфавита;
2 на судейских табличках, подаваемых при голосовании судебного приговора, буква θ обозначала θάνατος «смерть», т. е. смертный приговор;
3 θʹ = 9, ͵θ = 9000.

German (Pape)

θ, θῆτα, der achte Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen θʹ = 9, ͵θ = 9000. Es wurde wahrscheinlich bei den alten Griechen so ausgesprochen, wie die Neugriechen es noch jetzt sprechen, daß nämlich der darin liegende Hauch in ein lispelndes s übergeht, ähnlich dem englischen th. Daher sprachen die Dorier, besonders die Lakonier, dafür geradezu σ, z.B. σιά, Ἀσάνα, lakon. = θεά, Ἀθάνα; vgl. auch ἐσλός, dor. = ἐσθλός, und βυσσόςβυθός. Äoler und Dorier setzen in einigen Wörtern dafür φ, z.B. φήρ, φλάω, φλίβω, für θήρ, θλάω, θλίβω; auch in das ebenfalls lispelnd gesprochene δ geht es über, ἄνθηρον wird ἄνδηρον; so später οὐθέν für οὐδέν, vgl. μήδομαι und Προμηθεύς. Bei einigen Wörtern ist es der verstärkte spiritus asper, vgl. θάλασσα und ἅλς, θαμά und ἅμα. – Auf den Stimmtäfelchen, deren man sich in den Gerichten auf Tod und Leben bediente, bezeichnete θ, als Anfangsbuchstabe von θάνατος, das Verdammungsurteil.