ἀστρατεία

Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

ἡ, A exemption from service, Ar.Pax526, Ph.2.373. 2 avoidance of service, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, Lys.14.7, And.1.74; γραφαὶ περὶ τῆς ἀ. Pl.Lg.943d; δίκη ἀστρατείας D.39.16. II she that stops an invasion, of Artemis, Paus.3.25.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 exención o dispensa del servicio militar concedida por ley, Ar.Pax 526, ἕνεκα φυσικῆς ἀσθενείας Ph.2.373, cf. Sud.
2 incumplimiento del servicio militar φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443, ἀστρατείας ἁλῶναι Lys.14.7, D.21.58, ἀστρατείας ὀφλεῖν And.Myst.74, γραφαὶ ... περὶ τῆς ἀστρατείας Pl.Lg.943d, cf. D.59.27, Plu.2.987c, ὑπόδικος ... τῆς ἀστρατείας γιγνέσθω Pl.Lg.878d, δίκη ἀστρατείας D.39.16, cf. Lycurg.147.

German (Pape)

[Seite 377] ἡ, 1) Freiheit vom Kriegsdienst, Ar. Pax 518, komisch πνεῖς ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου, Schol. εἰρήνη. – 2) Verlassen des Kriegsdienstes, Desertion, ὑπόδικος τῆς ἀστρατείας Plat. Legg. IX, 878 d; ἀστρατείας γραφή Ar. Equ. 441; ἀστρατείας ὀφλεῖν, sc. δίκην, Andoc. 1, 74; Dem. 24, 103, öfter. Ein Beispiel einer solchen Klage ist Lys. 15 contra Alcib.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 dispense du service militaire;
2 abandon du service militaire, désertion.
Étymologie: , στρατεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰτεία:
1 освобожденность от военной службы Arph.;
2 уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰτεία: ἡ, ἐξαίρεσις ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 526. 2) ἀποφυγὴ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ἤτις ἐν Ἀθήναις ἐθεωρεῖτο ὡς μέγα ἔγκλημα ὑποκείμενον εἰς καταδίωξιν, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 443· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικασθῆναι, Λυσ. 140. 10, Ἀνδοκ. 10. 22· ὡσαύτως, αἱ τῆς ἀστρ. δίκαι Πλάτ. Νόμ. 943D, πρβλ. Δημ. 999. 6· ― πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτ. ΙΙ. ἡ ἀναχαιτίζουσα εἰσβολήν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 25, 3.

Greek Monolingual

ἀστρατεία, η (Α) στρατεία
1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία
2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας
3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή.

Greek Monotonic

ἀστρᾰτεία: ἡ,
1. εξαίρεση από την υπηρεσία του στρατού, σε Αριστοφ.
2. αποφυγή της υπηρεσίας του στρατού, το οποίο στην Αθήνα θεωρείτο βαρύ αδίκημα, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορούμαι για..., στον ίδ.· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικάζομαι για..., σε Ρήτ..

Middle Liddell


1. exemption from service, Ar.
2. a shunning of service, which at Athens was a heavy offence, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας to be accused of it, Ar.; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν to be convicted of it, Oratt.

English (Woodhouse)

evasion of service, exception from military service, exemption from service