ὑδραίνω

Revision as of 19:51, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

English (LSJ)

A water, ὑ. [γᾶν], of a river, E.Tr.226 (lyr.); ὑ. τινά wash, sprinkle with water, Id.IT54:—Med., wash oneself, bathe, ὑδρηναμένη Od.4.750,759; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ pour water over one's body, E.El.157 (lyr.). II ὑδραίνειν χοάς τινι pour libations to... Id.IT161 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1173] bewässern, benetzen; γᾶν, ἃν ὑδραίνει Κρᾶθις, Eur. Troad. 226; baden, waschen, I. T. 54; χοάς τινι, spenden, 162. – Med. sich baden, ὑδρηναμένη, Od. 4, 750. 759. 17, 48. 58, wie Eur. πατέρα λουτρὰ πανύσταθ' ὑδρανάμενον χροΐ, El. 157.

French (Bailly abrégé)

1 arroser d’eau, mouiller;
2 épancher, verser;
Moy. ὑδραίνομαι (part. ao. ὑδρηναμένη) se baigner.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδραίνω:
1 обливать, обрызгивать (τινά Eur.): λουτρὰ ὑδρανάμενος χροΐ Eur. совершив (свое) омовение; ὑδρηναμένη εἰς ὑπερῷ ἀνέβαινε Hom. искупавшись, она поднялась в верхнее помещение;
2 омывать, орошать (τὰν γᾶν Eur.);
3 лить: ὑ. τὰς χοάς τινι Eur. совершать возлияния в честь кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδραίνω: (ὕδωρ) ποτίζω, ὑ. γῆν, ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Τρῳ. 226· ὑδρ. τινά, πλύνω, ῥαντίζω δι’ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 54. -Μέσ., πλύνω ἐμαυτόν, λούομαι, ὑδρηναμένη Ὀδ. Δ. 750, 759., Ρ. 48, 58· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, χύνω ὕδωρ ἐπὶ τοῦ σώματός μου, λούομαι, Εὐρ. Ἠλ. 157. ΙΙ. ὑδραίνειν χοάς τινι, χύνω σπονδὰς εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 161.

English (Autenrieth)

mid. aor. part. ὑδρηναμένη: mid., wash oneself, bathe. (Od.)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. (για ποταμό) βρέχω, ποτίζω
2. (με αιτ. προσ.) πλένω ή ραντίζω κάποιον με νερό
3. φρ. «ὑδραίνω χοάς τινι» — κάνω σπονδές προς τιμήν ή στη μνήμη κάποιου (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ- του ὕδωρ + ρηματ. κατάλ. -αίνω].

Greek Monotonic

ὑδραίνω: (ὕδωρ), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὕδρηνα·
I. αρδεύω, ποτίζω το έδαφος, λέγεται για ποταμό, σε Ευρ.· ὑδραίνω τινά, πλένω, ραντίζω, ψεκάζω με νερό, καταβρέχω, στον ίδ. — Μέσ., πλένομαι, λούζομαι, ὑδρηναμένη, σε Ομήρ. Οδ.· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, χύνω νερό πάνω στο σώμα μου, πλένομαι, σε Ευρ.
II. ὑδραίνειν χοάς τινι, χύνω σπονδές προς τιμή κάποιου, στον ίδ.

Middle Liddell

ὕδωρ
I. to water the earth, of a river, Eur.; ὑδρ. τινά to wash, sprinkle with water, Eur.:—Mid. to wash oneself, bathe, ὑδρηναμένη Od.; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ to pour water over one's body, Eur.
II. ὑδραίνειν χοάς τινι to pour libations to one, Eur.