ἐπιζήμιος

Revision as of 14:32, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

English (LSJ)

Dor. etc. ἐπιζάμιος [ᾱ], ον, A bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Charon 12, Th.1.32, Isoc.2.18, etc.; τινί X.Mem.2.7.9, cf. Aeschin.1.45. Adv. ἐπιζημίως Poll.8.147, D.Chr.14.18. 2. penal: ἐπιζήμια, τά, punishments, penalties, Pl.Lg.784e,788b; ἐπιζάμια Tab. Heracl.1.127; χρησόμεθα ἐπιζημίοις = ἐπιζημιώσομεν, Epist.Philipp. ap.D.18.157: sg., ἐπιζάμιον, τό, fine, IG5(2).6.36 (Tegea), 5(1).1498 (Messenia). II. liable to punishment, of persons, Pl.Lg.765a; of acts, Arist.Pol.1297a33, cf. PRev.Laws7.6 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 941] 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Gegensatz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιθέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 funeste, nuisible;
2 exposé à une amende ou à une peine;
3 pénal ; τὰ ἐπιζήμια PLAT peines, amendes.
Étymologie: ἐπί, ζημία.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιζήμιος, -ον)
αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός
αρχ.
1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια
η τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία.

Greek Monotonic

ἐπιζήμιος: Δωρ. -ζάμιος, -ον (ζημία),·
I. 1. αυτός που προξενεί, που επιφέρει βλάβη, επιβλαβής, βλαβερός, επιζήμιος, σε Θουκ., Ξεν.
2. αξιόποινος· ἐπιζήμια, τά, ποινές, σε Δημ.
II. αυτός που υπόκειται σε τιμωρία, που του επιβάλλεται ποινή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζήμιος:
1 гибельный, пагубный, вредный (τινι Xen., Arst.);
2 подлежащий или подвергнутый наказанию Plat., Aeschin.;
3 карательный: τὰ ἐπιζήμια Plat., Arst. кары, наказания, взыскания.

Middle Liddell

ζημία
I. bringing loss upon, hurtful, prejudicial, Thuc., Xen.
2. penal: —ἐπιζήμια, τά, penalties, Dem.
II. liable to punishment, Aeschin.

English (Woodhouse)

harmful, liable to punishment