τώς

Revision as of 07:30, 29 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")

English (LSJ)

demonstr. Adv., answering to the interrog. πῶς, and to ὡς, A = ὥς, οὕτως, so, in this wise, Il.3.415, Od.19.234, Hes.Sc.219,478, Th.892. Parm.8.21; also in A.(chiefly lyr.), Th.484, Supp.68,670,691 (once in trim., Th.637, v. infr. ΙΙ); once in S. (Aj.841, a spurious passage); never in E. II = ὡς, as, S.Ichn.296, Ar.Ach.762 (Doric), A.Th.637, Epigr.Gr.992 (Balbilla); in PCair.Zen.73.15 (iii B. C.) ου τως (corrected to οὐδ' οὕτως above the line) stands for οὐδ' ὧς.

German (Pape)

[Seite 1167] demonstr. adv., dem fragenden πῶς entsprechend, = ὥς, οὕτως, so, auf diese Art, dem ὡς entsprechend; τὼς δέ σ' ἀπεχθήρω, ὡς νῦν ἔκπαγλ' ἐφίλησα, Il. 3, 415; Od. 19, 234; Hes. Sc. 219; Tragg., wie Aesch. Spt. 466. 619 Suppl. 66. 673; ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς ὀλοίατο, Soph. Ai. 829. – Dor. = οὗ, wo, Theocr. ep. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

1dor. p. τούς, acc. pl. masc. de l'art. ὁ, ἡ, τό;
poét. p. τούς, acc. pl. masc. du relat. ὅς, ἥ, ὅ.
2adv. démonstr.
ainsi, de cette façon : τὼς… ὡς IL, OD de la façon… que, ainsi… comme ; ὥσπερτώς SOPH comme… ainsi.
Étymologie: th. démonstr. το-, v. τό, τοῦτο, etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τώς Dor. voor τούς.
τώς aanw. adv., beantwoordt ὥς en πῶς ( interrog. ), zie ὡς.

Russian (Dvoretsky)

τώς:
I дор. (= τούς) acc. pl. к ὁ.
II дор. acc. pl. к ὅς.
III v.l. τῶς adv.
1 так: τ. …, ὡς Hom., Hes., Aesch. так …, как; ὥσπερ …, τ. Soph. как …, так;
2 дор. (= οὗ) где: τ. αἱ δρύες Theocr. где (растут) дубы.

Greek (Liddell-Scott)

τώς: δεικτικὸν ἐπίρρ. = ὥς, οὕτως, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἐρωτημ. πῶς, καὶ πρὸς τὸ ἀναφορ. ὡς, τὼς δὲ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα Ἰλ. Γ. 415· τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ’ ἦν ἠέλιος ὣς Ὀδ. Τ. 234, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 219, 478· τὼς γάρ οἱ φρασάτην Θεογν. 892, Παρμεν. 76· ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 484, 637, ἐν Ἱκέτ. 69, 670, 691 ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. (Αἴ. 841, νόθον χωρίονοὐδαμοῦ παρ’ Εὐριπ. ΙΙ. Δωρικ. = οὗ, ὅπου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 1.

English (Autenrieth)

= ὥς, οὕτως, thus.

Greek Monotonic

τώς: δεικτ. επίρρ. ὥς, οὕτως,
I. έτσι, κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ.
II. Δωρ. οὗ, όπου, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

= ὥς, οὕτως
I. demonstr. adv., so, in this wise, Hom., Hes., Aesch.
II. doric = οὗ, where, Theocr.