δελεάζω

Revision as of 10:56, 19 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(δέλεαρ)
A entice or catch by a bait, τὴν γραῦν δ. λεπαστῇ Antiph.45, cf. Hdn.2.15.3; δ. τινὰς ἐπὶ πλεονεξίαν Onos.6.10:— Pass., γαστρὶ δελεάζεσθαι X.Mem.2.1.4, cf. Isoc.8.34, Epicur.Sent. Vat.16, Phld.Lib.p.14O.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ D.18.45; δελεάζω ὑπὸ χρημάτων, δελεάζω ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, Luc.Apol.9, Jul.Or.6.185a.
II c. acc. cogn., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δελεάζω put it on the hook as a bait, Hdt. 2.70; but δελεάζω ἄγκιστρον ἰσχάδι bait it with a fig, Luc.Pisc.47; δελεάζω ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους to catch others. ib.48.

Spanish (DGE)

I 1colocar como cebo c. ac. νῶτον ὑὸς ... περὶ ἄγκιστρον Hdt.2.70.
2 proveer de cebo, cebar τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι el anzuelo con un higo Luc.Pisc.47
echar el cebo ἐπ' ἄλλους Luc.Pisc.48
tb. en v. pas., de un molusco δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arist.HA 535a8.
II fig. atraer, seducir, inducir c. ac. de pers. y dat. instrum. με νῦν δέκα ταλάντοισιν Hp.Ep.16, γραῦν ... λεπαστῇ Antiph.47, τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραΰτητι τῆς ὄψεως Aesop.178, τιμῇ ... τὸν ἄνθρωπον Hdn.2.15.3, δελεάζοντες καὶ λυμαινόμενοι τὰ πλήθη κατὰ πάντα τρόπον Plb.6.9.6, (τὸ νήπιον) τῇ ποικιλίᾳ δ. τῶν προσφερομένων Sor.2.48.6
c. ac. ψυχάς 2Ep.Petr.2.14, τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.55.19, ἀνθρώπους Plot.4.4.44, τοὺς ἀνδραποδώδεις Plu.2.210c, νέας ἐλεεινάς Iust.Nou.14 praef.
sólo c. dat. instrum. δώροις Longus 3.15.2, ἡδονῇ M.Ant.2.12
tb. en v. pas., de una hetera τοὺς δελεασθέντας πτωχοτάτους ἐποίει AP 10.50 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 543] mit Köder versehen, νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δελεάζειν, als Lockspeise an einer Angel befestigen, Her. 2, 70; τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι, mit einer Feige als Köder versehen, Luc. Pisc. 47; ἐπί τινα ibd. 48, als Lockspeise gegen ihn gebrauchen; – τινά, anködern, anlocken, Isocr. 8, 34; übertr., betrügen, berücken, fangen, Pol. 6, 9, 6 u. a. Sp.; pass., ῥαστώνῃ καὶ σχολῇ δελεάζεσθαι Dem. 18, 45; χάριτι Pol. 38, 3, 11; γαστρί Xen. Mem. 2, 1, 4. – Med., an sich locken, Aesop. fab. 195.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδελέασα;
1 garnir d'une amorce, amorcer, acc.;
2 prendre ou chercher à prendre avec une amorce, amorcer ; fig. chercher à séduire, acc.;
NT: appâter.
Étymologie: δέλεαρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δελεάζω [δέλεαρ] aor. ἐδελέασα, pass. ἐδελεάσθην; fut. δελεάσω, pass. δελεασθήσομαι vangen met een lokaas; overdr. verleiden. als lokaas aan een haak hangen; met acc. en περί + acc..; νῶτον ὑὸς δ. περὶ ἄγκιστρον de rug van een zwijn als lokaas aan een haak hangen Hdt. 2.70.1; van... voorzien als lokaas, met acc. en dat.: δ. τὸ ἄγκιστρον ἰσχάδι de haak van een vijg voorzien als lokaas Luc. 28.47.

Russian (Dvoretsky)

δελεάζω:
1 насаживать в качестве приманки, наживлять (τι περὶ ἄγκιστρον Her. и τινὶ τὸ ἄγκιστρον Luc.; κύρτον δελέατι Arst.); δελεάσαι (sc. τὸ ἄγκιστρον) ἐπ᾽ ἄλλους (ἰχθύας) Luc. насадить на крючок приманку для поимки других рыб;
2 бросать в качестве приманки, т. е. расточать (δ. καὶ λιμαίνεσθαι τὰ πλήθη Polyb.);
3 ловить на приманку (ἡ πορφύρα δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arst.);
4 сманивать, соблазнять, прельщать, преимущ. pass. быть соблазненным, прельститься (γαστρί Xen.; χάριτι καὶ ῥᾳστώνῃ Polyb.; ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Dem.; ἁρπαγαῖς καὶ πορθήμασι и διὰ τῶν ὄψων Plut.).

English (Strong)

from the base of δόλος; to entrap, i.e. (figuratively) delude: allure, beguile, entice.

English (Thayer)

(present passive δελεάζομαι); (δέλεαρ a bait);
1. properly, to bait, catch by a bait: Xenophon, mem. 2,1, 4, et al.
2. as often in secular authors, metaphorically, to beguile by blandishments, allure, entice, deceive: τινα, Philo, quod omn. prob. book § 22.

Greek Monolingual

(AM δελεάζω) δέλεαρ
1. πιάνω ψάρι προσαρμόζοντας δόλωμα στο αγκίστρι
2. παρασύρω, εξαπατώ κάποιον (α. «τον δελέασε με τα νάζια της» β. «δελεάζοντες τά πλήθη κατά πάντα τρόπον» — παρασύροντας τα πλήθη με κάθε τρόπο
γ. «δελεάζω ἄγκιστρον ἐπ' ἄλλους» — προσπαθώ να εξαπατήσω άλλους).

Greek Monotonic

δελεάζω: μέλ. -άσω (δέλεαρ),
I. βάζω σε πειρασμό, προκαλώ, ή πιάνω με δόλωμα — Παθ., σε Ξεν., Δημ.
II. με σύστ. αντ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ., τοποθετώ στο αγκίστρι ως δόλωμα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δελεάζω: μέλλ. –άσω, (δέλεαρ) ἐξαπατῶ ἢ συλλαμβάνω διὰ δολώματος, Ἰσοκρ. 166Α· τὴν γραῦν δ. λεπάστῃ Ἀντιφ. Ἀσκλ. 1.– Παθ., γαστρὶ δελεάζεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· ῥᾳστώνῃ καὶ σχολῇ Δημ. 241. 2. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον, δ., θέτω πλάτην χοίρου εἰς τὸ ἄγκιστρον ὡς δόλωμα, Ἡρόδ. 2. 70· ἀλλά, δ. ἄγκιστρον ἰσχάδι, τὸ δολώνω διὰ σύκου, Λουκ. Ἁλ. 47· δ. ἄγκιστρον ἐπ’ ἄλλους, προσπαθῶ νὰ συλλάβω ἄλλους, αὐτόθι 48.

Middle Liddell

δέλεαρ
I. to entice or catch by a bait: — Pass., Xen., Dem.
II. c. acc. cogn., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ. to put it on the hook as a bait, Hdt.

Chinese

原文音譯:dele£zw 得累阿索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:引誘
字義溯源:餌誘,誘陷,誘惑,引誘;源自(δόλος)=詭計);而 (δόλος)出自(δελεάζω)X*=誘捕)。雅各和彼得寫信提醒信徒說到人性情慾的誘惑是極其可怕的
出現次數:總共(3);雅(1);彼後(2)
譯字彙編
1) 引誘(2) 彼後2:14; 彼後2:18;
2) 誘惑的(1) 雅1:14

Translations

entice

Bulgarian: примамвам, съблазнявам; Chickasaw: yimmichi; Chinese Mandarin: 誘惑, 诱惑; Czech: obloudit; Dutch: aantrekken; Estonian: meelitama; Finnish: houkutella; French: appâter, attirer; German: locken, verführen; Ancient Greek: δελεάζω; Hebrew: לפתות‎; Italian: attrarre, tentare, allettare, adescare; Japanese: 誘惑する; Latin: pellicio, allecto; Malayalam: വശീകരിക്കുക; Maori: ngore, poapoa, tāruru, tīmori; Neapolitan: abbéncere, affatturà, tentà; Occitan: escar, atraire, tentar, incitar; Polish: nęcić, kusić, wabić, mamić, zachęcać, zachęcić; Portuguese: incitar, tentar, atiçar; Russian: приманивать, соблазнять, завлекать; Spanish: incitar, tentar, engolosinar; Swedish: locka, stimulera, förmå; Turkish: cezbetmek, ayartmak

bait

Bulgarian: примамвам, слагам стръв; Catalan: enllepolir, enllaminir, engormandir, atreure, posar un parany; Dutch: lokken, aantrekken; Finnish: houkutella syötillä; French: appâter; Galician: iscar; German: ködern, anlocken; Ancient Greek: δελεάζω; Italian: adescare; Japanese: 餌で釣る; Latin: inesco; Maori: pātoi, poapoa; Portuguese: iscar, engodar, cevar; Serbo-Croatian Cyrillic: мамити; Roman: mámiti; Spanish: cebar