ἀφρόντιστος

Revision as of 13:35, 9 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A thoughtless, heedless, X.Smp. 6.6; Ἔρως Theoc.10.20; ἐς τὸ ἀ. ἐπαίρεσθαι D.C.47.11. Adv. ἀφροντίστως = without taking thought, inconsiderately, S.Tr.366, Timo 67.3; ἀ. ἔχειν to be heedless, X.Cyr.1.6.42; πρὸς τὸ μέλλον Plb.3.79.2; euphemism for ἄφρων εἶναι, S.Aj.355. 2 without causing anxiety, Ruf. ap. Orib.45.30.20. II Pass., unthought of, unexpected, ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. . . ἦλθε A.Ag.1377.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. irreflexivo, imprudente εἰ. ἀ. ἐκαλούμην X.Smp.6.6, ὡφρόντιστος Ἔρως Theoc.10.20, ψυχή D.C.55.15.7
subst. τὸ ἀφρόντιστον = imprudencia ἐς τὸ ἀφρόντιστον ὑπὸ τοῦ ... περιχαροῦς ἐπαίρεσθαι D.C.47.11.5.
2 de abstr. inesperado ἐμοὶ δ' ἀγὼν ὅδ' οὐκ ἀ. ... ἦλθε A.A.1377.
II adv. ἀφροντίστως
1 sin cuidado, despreocupadamente μηδέποτ' οὖν ἀ. ἔχε X.Cyr.1.6.42, δεῖ ... μὴ ἀ. αὐτῶν ἔχειν Aen.Tact.29.2, cf. Plb.3.79.2, Hld.1.2.2.
2 insensatamente, sin pensar δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀ. ἔχει S.Ai.355, οὐκ ἀ. S.Tr.366, οὐκ ἀ. πατὴρ ... ἔθηκεν ... σωτηρίαν E.Med.914, ἀ. ... κατὰ ταὐτὰ μὴ προσέχων Timo SHell.841.3.

German (Pape)

[Seite 415] 1) sorglos, unbekümmert, Xen. Symp. 6, 6; τινός, um etwas, Plut.; ἀφροντίστως ἔχειν Xen. Cyr. 1, 6, 42. – 2) unvorhergesehen, Aesch. Ag. 1350. – 3) wahnsinnig, ἔρως Theocr. 10, 20; ὡς ἀφροντίστως ἔχει, er ist seiner Sinne nicht mächtig, Soph. Ai. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont on ne se préoccupe pas, inattendu;
2 libre de soucis.
Étymologie: , φροντίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρόντιστος:
1 непредвиденный, неожиданный (ἀγών Aesch.);
2 беззаботный, беспечный Xen.;
3 не заботящийся, пренебрегающий (τινος Polyb., Plut.);
4 безрассудный (ἔρως Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόντιστος: -ον, ὁ μὴ φροντίζων, ἄφροντις, ἀμέριμνος, ἀδιάφορος, Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· ἔρως Θεόκρ. 10. 20· ― μετὰ γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ ἄφρων εἶναι Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, ἀπροσδόκητος, ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφρόντιστος, -ον)
αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος
αρχ.
1. αμέριμνος
2. αδιάφορος.

Greek Monotonic

ἀφρόντιστος: -ον (φροντίζω
I. απερίσκεπτος, απρόσεκτος, αυτός που δεν φροντίζει, Λατ. securus, σε Ξεν., Θεόκρ.· επίρρ. ἀφροντίστως, απερίσκεπτα, αδιάφορα, σε Σοφ.· ἀφροντίστως ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, σε Ξεν.· επίσης, είμαι αναίσθητος, παράφρων, σε Σοφ.
II. Παθ., απερίσκεπτος, απροσδόκητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φροντίζω
I. thoughtless, heedless, taking no care, Lat. securus, Xen., Theocr.:—adv. ἀφροντίστως, inconsiderately, Soph.; ἀφρ. ἔχειν to be heedless, Xen.; also to be senseless, demented, Soph.
II. pass. unthought of, unexpected, Aesch.

English (Woodhouse)

careless, negligent