ῥώξ

Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(A), ῥωγός, ἡ, (ῥήγνυμι) breach: in Od.22.143, ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο, the sense is dub.; it seems to mean narrow entrances or passages leading to the hall.

(B), ῥωγός, ἡ (ὁ in LXX Is.65.8),=
A ῥάξ 1, Archil.191; τοῦ ἀμπελῶνος LXX Le.19.10, cf. Ph.2.390 (v.l.); ἐλαίας LXX Is.17.6.
2 = ῥάξ 4, in plural, Ruf. ap. Orib.25.1.32.
3 = ῥάξ 3, Nic.Th.716.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ od. ἡ, gen. ῥωγός, 1) Riß, Ritze, Spalt; ῥῶγες μεγάροιο, Od. 22, 143, die engen Zugänge zum Gemach, entweder eine enge Seitenthür, od. Fensteröffnungen. – 2) ἡ ῥώξ, = ῥάξ, Weinbeere, Diosc.; auch eine ihr ähnliche giftige Spinnenart, φαλάγγιον, Nic. Ther. 716; vgl. Lob. Phryn. 76; Jac. A. P. p. 127. 502.

French (Bailly abrégé)

1ῥωγός (ἡ) :
fente, ouverture (porte ou fenêtre).
Étymologie: ῥήγνυμι.
2ῥωγός (ἡ) :
ion. et gr. tard. c. ῥάξ.

Russian (Dvoretsky)

ῥώξ: ῥωγός ἡ щель или узкий проход (ῥῶγες μεγάροιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥώξ: «κόκκος. ἢ εἶδος φαλαγγίου» Ἡσύχ.
ῥωγός, ἡ, (ἴδε ῥήγνυμι)· - ῥῆγμα, ἄνοιγμα ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ μέγαρον, ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου πόνημα τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον τεμάχιον, σύντριμμα, Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

ῥωγός (ϝρήγνῦμι): pl., clefts, loop-holes or windows in the rear wall of the μέγαρον, to light the stairway behind them, Od. 22.143. (See cut No. 83.)

Greek Monotonic

ῥώξ: ῥωγός, ἡ (ῥήγνυμι), ρήγμα, άνοιγμα, σε Ομήρ. Οδ.· ῥῶγες μεγάροιο, στενές δίοδοι, διάδρομοι που οδηγούν στο μέγαρο, στο ίδ.

Frisk Etymological English

1. Meaning: tore
See also: s. ῥήγνυμι.
2. Meaning: grape
See also: s. ῥάξ.

Middle Liddell

ῥώξ, ῥωγός, ῥήγνυμι
a cleft: in Od., ῥῶγες μεγάροιο are narrow passages leading to the hall.

Frisk Etymology German

ῥώξ: 1.
{rhṓks}
Meaning: Riß
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,668
2.
{rhṓks}
Meaning: Weinbeere
See also: s. ῥάξ.
Page 2,668