ὑπέρκειμαι

Revision as of 10:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass.,
A lie above, especially of place, to be placed or situated above or beyond, οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Plb.4.29.1, cf. 5.44.10, Str.9.5.19; ἡ ὀφρὺς ὑ. τοῦ ὄμματος Philostr.Jun.Im.2, cf. Sor.1.8, al., Gal.6.344, al.: rarely c. dat., ἔν τινι ὑ. αὐτοῖς νησιδίῳ Arist.Mir. 832a23:abs., Hp.Fract.8; mostly in part., lying or situated above, ἡ ὑπερκειμένη χώρα Isoc.4.163; τῶν ὑ. κρημνῶν overhanging, Plb.10.30.2.
2 metaph., to be placed above (in rank), ὁ -μενος [δαίμων] superior, Plot. 3.4.3, cf. Procl.Inst.56; transcend, τῆς διακρίσεως Dam.Pr.164: c. acc., excel, τινα LXX Ez.16.47.
3 εἰς πρᾶσιν ὑπερκείμενα put up for sale, PAmh.2.97.5 (ii A. D.), restd. in PGen.5.8 (ii A. D.).
II to be delayed, postponed, Luc.Bis Acc.23; τὰς εἰς τὸ τρίτον ἔτος ὑπερκειμένας (sc. ἀρτάβας) BGU1760.24 (i B. C.); cf. ὑπερτίθημι II.5.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. κεῖμαι), darüber liegen, τινός, οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Pol. 4, 29, 1; χώρα Isocr. 4, 163; – τὰ ἄλλα ὑπερκείσθω, τὰ δὲ νῦν σκοπῶμεν, das Andere bleibe aufgeschoben, aufgespart, Strab. 7, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

1 être au-dessus;
2 être différé ou laissé de côté.
Étymologie: ὑπέρ, κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρκειμαι:
1 лежать сверху (τινος, редко τινι Arst.): ὑ. τινος Arst. лежать поверх чего-л., находиться над чем-л.;
2 быть расположенным выше, т. е. дальше (ἡ Λυδία καὶ ἡ ἄλλη ἡ ὑπερκειμένη χώρα Isocr.): οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας Polyb. обитающие за Македонией;
3 нависать (τὰ ὑπερκείμενα κρημνά Polyb.);
4 откладываться (ὑπερκείσεται αὕτηδίκη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρκειμαι: Παθ., κεῖμαι ὑπεράνω, μετὰ γεν., τὸ γλυκὺ ὕδωρ τοῦ θαλαττίου ὑπ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 24· μάλιστα ἐπὶ τόπου, κατέχω τόπον, ἀνώτερον ἢ ὑψηλότερον, οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Πολύβ. 4. 29. 1, πρβλ. 5. 44, 10, Στράβ. 440. 605· ἡ ὀφρὺς ὑπ. τοῦ ὄμματος Φιλόστρ. 865· ― σπανίως μετὰ δοτ., ἔν τινι ὑπ. αὐτοῖς νησιδίῳ Ἀριστ. π. Θαυμ. 26· ― ἀπολ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., ὁ ὑψηλότερον κείμενος ἢ κατέχων θέσιν ἀνωτέραν, ἡ ὑποκειμένη χώρα Ἰσοκρ. 75Α· τὰ ὑπ. κρημνὰ Πολύβ. 10. 30, 2. 2) μεταφορ., κεῖμαι ὑψηλότερα (κατὰ τὴν θέσιν ἢ τὸ ἀξίωμα), τινος Γρηγ. Ναζ.· ― ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, τινα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 47). ΙΙ. ἐπιβραδύνομαι, ἀναβάλλομαι, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 23· πρβλ. ὑπερτίθημι.

Greek Monolingual

ὑπέρκειμαι ΝΜΑ κεῖμαι
βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.
γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο
(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. κατέχω ανώτερο αξίωμα
2. υπερέχω, υπερτερώ
αρχ.
1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)
2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι
3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..

Greek Monotonic

ὑπέρκειμαι: Παθ.,
I. βρίσκομαι ή τοποθετούμαι, τίθεμαι πάνω από, σε Ισοκρ.
II. αναβάλλομαι, σε Λουκ.

Middle Liddell


Dep.
I. to lie or be situate above, Isocr.
II. to be postponed, Luc.