ἀφικάνω
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος.. ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.
Spanish (DGE)
(ἀφῐκάνω)
• Prosodia: [-κᾱ-]
• Morfología: [sólo pres. e impf.]
llegar, alcanzar c. ac. ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω Od.14.159, ἀκτὴν Αἰαίην A.R.4.849, πεδίον Q.S.4.565, cf. 7.561, κονίη νεφέλας ἀφικάνει Orph.H.38.12
•c. πρός y ac. πρὸς τεῖχος ... ἀφικάνει Il.6.388
•c. ἐς, εἰς y ac. ἐς Τροίην Q.S.8.245, ἐς κλισίην Q.S.8.497, εἰς Μινύας Orph.A.111
•c. adv. Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν Orph.A.175.
German (Pape)
[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἀφίκανον;
parvenir à, arriver à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἱκάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφῐκάνω: (κᾱ) (только praes. и impf. ἀφίκανον) приходить, прибывать (τι и πρός τι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐκάνω: [ᾱ], Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ προθ., πρὸς τεῖχος… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388.
English (Autenrieth)
be come to, arrived at (from somewhere); δεῦρο, πρός τι, always with perf. signif., exc. Od. 9.450, and in Od. always w. acc. of end of motion.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀφῐκάνω: [ᾱ], μόνο σε ενεστ. και παρατ. φτάνω σε, έχω έρθει σε, με αιτ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
only in present and imperfect
to arrive at, to have come to, c. acc., Hom.