εὐχειρία
English (LSJ)
Ion. εὐχειρίη, ἡ, manual dexterity, skill, ἀνόητος εὐχειρία Hp.Art. 35, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.1; in flute-playing, Poll.4.72; in battle, Plb.11.13.3, 16.19.1, Fr.158 (pl.), Hdn.1.17.12, etc. (sometimes confused in codd with εὐχέρεια.)
German (Pape)
[Seite 1108] ἡ, Geschicklichkeit der Hand; Pol. 11, 13, 3, im plur., wie D. Sic. 19, 16; a. Sp., wie Hdn.
Russian (Dvoretsky)
εὐχειρία: ἡ Polyb. = εὐχέρεια 1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχειρία: ἡ, ταχύτης χειρός, ἱκανότης, ἐμπειρία, δεξιότης (πρβλ. εὐχέρεια Ι), ἀνόητος εὐχ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. Πολύβ. 11. 13, 3, κτλ.
Greek Monolingual
εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) εύχειρ
1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία
2. δεξιοτεχνία.
Translations
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము