μαστοριά
Greek Monolingual
η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) μάστορας
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα»)
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα, μαεστρία με την οποία γίνεται μια πράξη ή ασκείται μια τέχνη (α. «το κλάδεμα της ελιάς απαιτεί μαστοριά» β. «στη μαστοριά της σάλπιγγας είχαν μεγάλη χάρη οι καβαλάροι να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ' έκαναν κ' ελαλούσαν», Ερωτόκρ.)
3. τέχνασμα, επιδεξιότητα που χαρακτηρίζεται από πονηριά, καπατσοσύνη («κατάφερε να ξεφύγει με πολλή μαστοριά»)
μσν.
στρατιωτική ομάδα.
Translations
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము