καλινδέομαι

Revision as of 21:52, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

only in pres. and impf., = κυλινδέομαι (q.v.), roll about, wallow, ἀποθνῄσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, of plaguestricken persons, Th.2.52; of birds, κ. ἐν τῇ γῇ, κ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν, Arist.HA612a20,b24; ῥεύμασι Plu.Tim.28; ἐπὶ ἐλαίου, as a form of exercise, Gal.6.220, cf. 324; roam, κατὰ τὰς νάπας X. An.5.2.31; ἐν τῇσι στοιῇσι Hdt.3.52: metaph., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις κ. D.19.199: hence, to be continually busy with, pass one's time in a thing, ἐν τῷ πειρᾶσθαι X.Cyr.1.4.5 (v.l. κυλινδέομαι) ; περὶ τὰς ἔριδας, περὶ τὰ δικαστήρια, Isoc.13.20, 15.30; κ. ἐπὶ τοῦ βήματος Id.5.81 (v.l. κυλ-); ἐν ἀγοραῖς S.E.M.2.27.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. prés., impf. ἐκαλινδούμην et ao. Pass. ἐκαλινδήθην;
se rouler : ἐν ταῖς ὁδοῖς THC dans les rues ; p. ext. tourner, aller et venir sans cesse.
Étymologie: cf. κυλινδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλινδέομαι [~ ἀλινδέομαι, ~ κυλινδέω] Ion. imperf. 3 sing. ἐκαλινδέετο; ptc. aor. pass. καλινδηθείς; ptc. perf. med.-pass. κεκαλινδημένος (zo maar) rondlopen, zich ophouden:; ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο hij hing rond in de zuilengangen Hdt. 3.52.2; ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο zij (lijders aan de pest) liepen doelloos door de straten Thuc. 2.52.2; κατὰ τὰς νάπας κ. door de bergdalen dwalen Xen. An. 5.2.31; overdr. zich bezighouden met:. ἐν θιάσοις κ. aan wilde feesten deelnemen Dem. 19.199.

German (Pape)

v.l. für κυλινδέομαι in Plat., s. κυλινδέω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλινδέομαι: (только praes., impf. ἐκαλινδούμην и aor. pass. ἐκαλινδήθην)
1 валяться, кататься (ἐν τῇ γῇ, πρὸς τὴν κόνιν Arst.; ἐν πηλῷ Plut.);
2 валяться, т. е. быть брошенным (ἐν ταῖς ὁδοῖς Thuc.);
3 бродить, странствовать, скитаться (ἐν τῇσι στοῇσι Her.; περὶ τὰ δικαστήρια Isocr.; ἐν ἀγοραῖς Sext.);
4 с трудом переходить, барахтаться (τοῖς ῥεύμασι Plut.);
5 усиленно (чем-л.) заниматься, деятельно (чему-л.) предаваться (περὶ τὰς ἐρίδας Isocr.): κ. ἐν τῷ πειρᾶσθαι Xen. усердно упражняться.

Greek Monotonic

κᾰλινδέομαι: αποθ. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κυλιέμαι ή χώνομαι στη λάσπη, Λατ. volutari, σε Ηρόδ., Θουκ.· απ' όπου, ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, Λατ. versari in aliqua re, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλινδέομαι: ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. ἀλινδέω)· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· ἐντεῦθεν, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, διέρχομαι τὰς ὥρας ἐν τινι, διατρίβω, Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: roll about, wallow (IA.) mit καλινδήθρα place for horses to roll (Ael.), καλίνδησις name of a throw of the dice' (Alciphr.).
Other forms: only present-stem.
Compounds: also with ἐν-, προ-, προσ-, συν-,
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Here the aorist δια-καλῖσαι (not quite certain) transport by rolling (SIG 2 587, 158) with διακάλισις (Hermione); also ἐσ- and παρ-κάλισις (Epid.); but cf. on κᾶλον. - Cf. ἀλινδέομαι and κυλινδέομαι (Güntert Reimwortbildungen 131f.). Fur. reminds of κ/zero in Pre-Greek (391).

Middle Liddell

κᾰλινδέομαι, only in pres. and imperf.]
Dep., to lie rolling about or wallowing, Lat. volutari, Hdt., Thuc.:— hence, to be constantly engaged in a thing, Lat. versari in aliqua re, Xen., etc.

Frisk Etymology German

καλινδέομαι: {kalindéomai}
Forms: nur Präsensstamm,
Grammar: v.
Meaning: sich wälzen (ion. att.)
Composita: auch mit ἐν-, προ-, προσ-, συν-,
Derivative: mit καλινδήθρα Wälzplatz für Pferde (Ael.), καλίνδησις Ben. eines Würfelwurfs (Alkiphr.).
Etymology: Dazu der Aorist διακαλῖσαι (nicht ganz sicher) mittels Rollen transportieren (SIG 2 587, 158) mit διακάλισις (Hermione); auch ἐσ- und παρκάλισις (Epid.); vgl. immerhin zu κᾶλον. — Scheint eine Kreuzung von ἀλινδέομαι und κυλινδέομαι darzustellen (Güntert Reimwortbildungen 131f.). Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 111ff.
Page 1,764