ἀνείκαστος

Revision as of 13:18, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνείκαστον,
A unattainable by conjecture, immense, βοή LXX 3 Ma. 1.28; πλῆθος Ps.-Callisth.3.20; incomparable, στρατιώτης Polem. Call.50; f.l. for ἀνήκεστος, D.8.46.
II incapable of artistic representation, D.Chr.12.59.

Spanish (DGE)

-ον
1 inmenso, βοή LXX 3Ma.1.28, πλῆθος Ps.Callisth.3.205Γ, de Cristo ἀ. ἡ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Κυρίου ὑπεροχή Procop.Gaz.M.87.1872B
extraordinario, sin igual κύριος Hermapio 1, στρατιώτης Polem.Call.50.
2 que no se puede representar τὸ ἕν Gr.Naz.M.36.44A
subst. τὸ ἀ. καὶ ἀφανές D.Chr.12.59.

German (Pape)

[Seite 220] nicht bildlich darzustellen, Sp., ὕβρις D. Hal. 4, 66, jede Vorstellung überbietend, v.l. ἀνήκεστος; auch = nicht zu errathen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ ἢ εἴπῃ δι’ εἰκασίας, ἄπειρος, Ἐκκλ. - «ὁ εἰκασμῷ τινι μὴ ὑποβαλλόμενος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)
εικάζω
νεοελλ.
1. ανεπάντεχος
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός
2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος.

Translations

incomparable

Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний

unparalleled

Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: ⁧اشسز⁩; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail