κατάπτυστος

Revision as of 13:14, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "werth" to "wert")

English (LSJ)

κατάπτυστον, also η, ον Anacr.152; to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.

German (Pape)

[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswert; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτυστος -ον, adj. verb. van καταπτύω, abject, verachtelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατάπτυστος: 2, Anacr. 3 достойный оплевания, презренный, отвратительный (αἱ κόραι = Γοργόνες, πάθος Aesch.): ὦ κατάπτυστον κάρα! Eur. о, презренная тварь!

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024·- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.

Greek Monotonic

κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.

Middle Liddell

κατάπτυστος, ον καταπτύω
to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.

English (Woodhouse)

abominable, loathsome, loathesome

Mantoulidis Etymological

(=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπό τό καταπτύωκατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.