πολύστονος

Revision as of 20:37, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολύστονον,
A much-sighing, mournful, of persons, Od.19.118, A.Th.845 (lyr.).
2 noisy, Νεῖλος f.l. for πολύστομος in Nic.Th.175; οἶδμα… πολυστόνου Ἀμφιτρίτης Q.S.14.644.
3 of things, causing many sighs, mournful, grievous, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il.1.445, 11.73, 15.451; ξιφέων πολύστονον ἔργον Archil.3.3; τάφος Pi.Pae.6.99; π. φάτις A. Eu.380 (lyr.); Τροία S.Ph.1346; ἀρά, δαίμων, Ἐρινύς, E.Or.996 (lyr.), Hel.212 (lyr.), Supp.835 (lyr.); ἰός A.R.3.279, etc.

German (Pape)

[Seite 674] viel, oft od. laut seufzend, unglücklich; Od. 19, 118; Soph. El. 1267; auch = viel Seufzer verursachend, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il. 1, 445. 11, 73. 15, 451; ξιφέων ἔργα, Archil. 50; φάτις, Aesch. Eum. 558 Spt. 827; Τροία, Soph. Phil. 1330; ἀρά, Eur. Or. 997; Ἐρινύς, Suppl. 835, u. öfter; einzeln bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se répand en gémissements, infortuné;
2 qui cause beaucoup de lamentations, de grandes douleurs.
Étymologie: πολύς, στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστονος -ον [πολύς, στόνος] veel zuchtend, ongelukkig. veel zuchten veroorzakend:. πολύστονος ἔμπεσεν ἰός een smartelijke pijl had (hem) getroffen Il. 15.451.

Russian (Dvoretsky)

πολύστονος:
1 стонущий от многих бед, глубоко несчастный (Ἠλέκτρα Soph.): μάλα δ᾽ εἰμὶ π. Hom. я чрезвычайно несчастен;
2 заставляющий стонать, т. е. жестокий, роковой, гибельный (κήδεα Hom.; φάτις Aesch.; Τροία Soph.; Ἐρινύς Eur.).

English (Autenrieth)

much-sighing, mournful, Od. 19.118; grievous, Il. 15.451.

English (Slater)

πολύστονος much bewept, rich in lamentation ἐν τάφῳ πολυστόνῳ (Pae. 6.99)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος
2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρόςεἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στονος (< στόνος / στένω «στενάζω»), πρβλ. βαρύ-στονος].

Greek Monotonic

πολύστονος: -ον (στένω),
1. αυτός που στενάζει πολύ, αυτός που πενθεί, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, θλιβερός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστονος: -ον, ὁ πολὺ στενάζων, πενθῶν, ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Τ. 118, Αἰσχύλ. Θήβ. 845. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν πολλοὺς στεναγμούς, θληβερός, λυπηρός, κήδεα, Ἔρις, ἰὸς Ἰλ. Α. 445, Λ. 73, Ο. 451· ξιφέων πολύστονον ἔργον Ἀρχίλ. 3. 3· π. φάτις Αἰσχύλ. Εὐμ. 380· Τροία Σοφ. Φιλ. 1346· ἀρά, δαίμων Ἐρινὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 855, κτλ.

Middle Liddell

πολύ-στονος, ον, στένω
1. much-sighing, mournful, Od., Aesch.
2. of things, causing many sighs, mournful, Il., Trag.

English (Woodhouse)

distressing, lamentable, mournful