ἀδίδακτος

Revision as of 11:43, 28 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀδίδακτον,
A untaught, ignorant, Ps.-Phoc.89: c. gen., ἀδίδακτος ἐρώτων AP5.121 (Diod.), cf. Hp.Alim.39.
2 unpractised, untrained, of a chorus, D.21.17.
II untaught, τοῖς ἀφ' αὑτοῦ καὶ ἀ. πάθεσι Plu.2.968c, cf. Luc.Hist.Conscr.34; that cannot be taught, Philostr.V A5.36.
2 ἀδίδακτον δρᾶμα = not yet acted (v. διδάσκω III) Ath.6.270a.
III Adv. ἀδιδάκτως = without teaching, Phld.Rh. 2.93 S, Juba 32, Plu.2.673f; οὐκ ἀδιδάκτως οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.70 H.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1de pers. ignorante, que no ha aprendido, inculto ἀκουή Ps.Phoc.89, cf. Orph.L.75, Apoll.Fr.57
c. gen. object. παῖς ... ἀ. ἐρώτων AP 5.122 (Diod.), γάμων Colluth.31, Nonn.D.2.210, Musae.31
de un coro que no ha ensayado D.21.17.
2 que no se ha representado de un drama, Ath.270a.
3 de abstr. que no se enseña, que sabe sin haber recibido enseñanza, innato φύσιες πάντων ἀδίδακτοι Hp.Alim.39, ἀδίδακτον γὰρ τὸ χρέος ἔν τε τῇ σοφίῃ καὶ ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Decent.4, βασιλεία Philostr.VA 5.36, cf. Luc.Hist.Cons.34, Plu.2.968c, πᾶν αἰσθητὸν ὡς αἰσθητὸν ἀδίδακτον ἐστιν S.E.M.8.203
ref. la divinidad dueño de un saber innato αὐτοφυὴς, ἀ., ἀμήτωρ ... τοῦτο θεός Orác. en JNL 37.2 (Enoanda III d.C.) (= Theos.Tub.13).
II adv. ἀδιδάκτως = sin estudiar, de manera natural, espontáneamente εὖ λέγειν Phld.Rh.2.93, εὐχῇ χρῆσθαι ἀ. Iuba 53, cf. Plu.2.673f, ἐκπαιδεύεσθαι Phlp.Aet.322.23, cf. Hero Def.112.22, οὐκ ἀ. οὐδὲ αὐτοφυῶς Ph.Fr.Gen.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 ignorant;
2 qui ne s'enseigne pas, qu'on sait naturellement.
Étymologie: , διδάσκω.

German (Pape)

1 ungelehrt, Phocyl. 83; unkundig, ἐρώτων Heliod. (V.122); γάμων Col. 31.117. • Adv, ohne Anleitung, Plut. Symp. 5.1.2.
2 angeboren, ἀδ. τῆς φύσεως δῶρον Luc. hist. scr. 34; τὰ ἀφ' ἑαυτοῦ καὶ ἀδ. πάθη Plut. Sol. an. 12.
3 δρᾶμα, nicht aufgeführt, Ath. VI.270a.

Russian (Dvoretsky)

ἀδίδακτος:
1 необученный, несведущий, неопытный (χορός Dem.; τινος Anth.);
2 не являющийся плодом обучения, т. е. врожденный (πάθη Plut.; τῆς φύσεως δῶρον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίδακτος: -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, ἀμαθής. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ αὐτοδίδακτος· ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως δῶρον, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. δρᾶμα, ὅπερ εἰσέτι δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε διδάσκω III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.

Greek Monotonic

ἀδίδακτος: [ῐ], -ον,
I. 1. αυτός που δεν έχει γίνει δέκτης διδασκαλίας, δεν έχει εκπαιδευτεί, ο μη πληροφορημένος, αμαθής, αγράμματος· με γεν., ἀδίδακτος ἐρώτων, σε Ανθ.
2. αυτός που δεν έχει γίνει δέκτης διδασκαλίας, δεν έχει ασκηθεί, λέγεται για το Χορό, σε Δημ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτά που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας, αυτά που αποτελούν έμφυτη γνώση, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

I. untaught, ignorant, c. gen., ἀδ. ἐρώτων Anth.
2. untrained, of a chorus, Dem.
II. of things, untaught, Plut., Luc.

Translations

ignorant

Albanian: injorant; Arabic: جَاهِل‎; Egyptian Arabic: جاهل‎; Hijazi Arabic: جاهل‎; Armenian: տգետ, անգրագետ; Asturian: inorante; Azerbaijani: cahil; Bashkir: наҙан; Belarusian: невуцкі, неадукаваны, няграматны, няпісьменны, цёмны; Bulgarian: неграмотен, необразован, неук; Catalan: ignorant; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: ignorantský, nevzdělaný, neznalý; Dutch: onwetend, ignorant; Finnish: tietämätön; French: ignorant; Galician: ignorante; German: ignorant; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: αδαής; Ancient Greek: ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἀδαήμων, ἀδαής, ἀδηνής, ἀδίδακτος, ἄιδρις, ἄϊδρις, ἀμαθής, ἀνάγωγος, ἀνεπιγνώμων, ἀνεπινόητος, ἀνεπιστάμων, ἀνεπιστήμων, ἀπαίδευτος, ἄπειρος, ἀπείρων, ἀπευθής, νήπιος; Hungarian: tudatlan, tájékozatlan; Indonesian: bebal; Irish: ainbhiosach, aibéiseach; Italian: ignorante; Japanese: 無知; Kazakh: бейхабар; Korean: 무지하다; Kurdish Central Kurdish: نەزان‎; Northern Kurdish: nezan; Latin: inscitus, ignarus; Macedonian: неук; Malay: jahil; Malayalam: പാമരൻ; Middle English: bestial; Norman: innouothant; Norwegian Bokmål: uvitende; Occitan: ignorant; Old English: unġewiss; Persian: نادان‎, عامی‎; Polish: ignorancki; Portuguese: ignorante; Romanian: ignorant; Russian: невежественный, необразованный, неграмотный, тёмный; Scottish Gaelic: ainfhiosach, ainfhiosrach; Slovak: nevzdelaný; Slovene: neveden; Spanish: ignorante, ignaro; Swedish: ovetande, okunnig; Tagalog: bano; Turkish: cahil; Ukrainian: неуцький, неосві́чений, неодукований, неписьменний, неграмотний, темний; Vietnamese: ngu dốt, dốt nát, mù chữ