εὐσυνειδησία

Revision as of 07:22, 5 October 2024 by lsj>Spiros

English (LSJ)

ἡ, conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.

German (Pape)

ἡ, das gute Gewissen, Clem.Al.

Translations

integrity

Albanian: ndershmëri; Arabic: أَمَانَة, نَزَاهَة; Belarusian: сумленнасць; Bengali: সত্যনিষ্ঠা; Bulgarian: интегритет, честност; Catalan: integritat; Cebuano: integridad; Chinese Mandarin: 正直; Czech: integrita, zásadovost; Finnish: rehellisyys, suoraselkäisyys, kunniallisuus; German: Integrität; Greek: ακεραιότητα; Ancient Greek: ἁγνεία, ἁγνότης, ἀδιαφθορία, ἀδωροδοκία, ἀκεραιότης, ἀνδραγαθία, ἀνεπιμιξία, ἁπλοσύνη, ἀφθαρσία, ἀφθορία, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, ἐλευθερία, εὐθύτης, εὐσυνειδησία, καθαρειότης, τὸ ἀδέκαστον; Irish: ionracas; Italian: integrità; Latin: honestas, integritas; Malay: kejujuran, integriti; Maori: ngākau tapatahi; Middle English: honeste; Polish: prawość, uczciwość; Portuguese: integridade; Romanian: integritate; Russian: честность; Serbo-Croatian Cyrillic: интегрѝте̄т, чѐстито̄ст; Roman: integrìtēt, čèstitōst; Spanish: integridad; Swahili: uadilifu; Swedish: integritet; Tagalog: integridad; Ukrainian: чесність