Κύπρις

Revision as of 12:22, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῐδος, ἡ, acc. Κύπριν and Κύπριδα, Il.5.330,458:—Cypris, a name of Aphrodite, from the island of Cyprus, Il. ll.cc. (never in Od.), Sapph.5.1, Corinn.Supp.2.58 (Κούπρι), etc.; joined with Ἀφροδίτη, h.Ven.2; K.
A βασίλεια Emp.128.3.
2 metaph., of a beautiful girl, a Venus, Opp.H.4.235.
II as Appellat., love, passion, E.Ba.773; Κύπριν ὑφαρπάζειν Ar.Ec.722; λαθραία K. Eub. 67.8; ἐν πλησμονῇ τοι K. Men.Mon.159, cf. B.Fr.16.4, E.Fr. 951.
III = κυπρισμός (bloom), Eust.1574.24, Sch.Od.7.125. [ῠ by nature; in Ep. ῡ by position; never in Com., exc. in parodies.]

German (Pape)

[Seite 1534] ιδος, ἡ, Beiname der Aphrodite, s. nom. pr. Auch oft als Appellativum, Liebe, Liebesgenuß; τὴν τῶν ἐλευθέρων ὑφαρπάζειν Κύπριν Ar. Eccl. 722, worauf folgt ἀλλὰ παρὰ τοῖς δούλοισι κοιμᾶσθαι, vgl. Thesm. 205; οἴνου δὲ μηκέτ' ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις Eur. Bacch. 773; so auch sonst bei Dichtern; vgl. noch Opp. Hal. 4, 235 οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανεν οὐδὲ μί' εὐνή, Schol. γυνή; Hesych. erklärt auch πόρνη.

French (Bailly abrégé)

ιδος, acc. ιδα ou ιν (ἡ) :
1 la déesse de Chypre, Cypris ou Aphrodite;
2 p. ext. amour, tendresse.
Étymologie: Κύπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κύπρις -ιδος, ἡ [Κύπρος] acc. Κύπριν, ook Κύπριδα, Cypris, van Cyprus (epithet van Aphrodite), alleen poët.; meton. voor de (seksuele) liefde:. οἴνοι δὲ μηκέτ’ ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις als er geen wijn meer is bestaat de liefde ook niet Eur. Ba. 773.

Russian (Dvoretsky)

Κύπρις: ῐδος (ῠ) ἡ
1 Киприда, Кипрская богиня, т. е. Афродита Hom., Aesch., etc.;
2 любовная страсть, любовь: οἴνου δὲ μηκέτ᾽ ὄντος οὐκ ἔστιν Κ. Eur. когда нет уже вина, нет и любовных утех.

English (Autenrieth)

Cypris, epithet of Aphrodīte, from the island of Cyprus, Il. 5.330.

English (Slater)

Κύπρις
1 the Cyprian i. e. Aphrodite. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217.

Greek Monotonic

Κύπρις: ( φύσει), -ῐδος, ἡ, αιτ. Κύπριν ή Κύπριδα,
I. Κυπρίδα, όνομα της Αφροδίτης, από το νησί της Κύπρου, στο οποίο λατρευόταν περισσότερο, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.
II. ως κύριο όνομα, αγάπη, πάθος, σε Ευρ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπρις: -ῐδος, ἡ, αἰτια τ. Κύπριν ἢ Κύπριδα, Ἰλ. Ε. 330, 458· μεταγενεστ. γεν. -ιος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. li· ― Cypris, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης ἐκ τῆς νήσου ἔνθα κατὰ πρῶτον καὶ πλεῖστον ἐλατρεύθη, Ἰλ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), Τραγ., κλ.· συναπτόμενον τῷ Ἀφροδίτη, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 2. 2) μετάφορ., ἐπὶ ὡραίας κόρης, = ὡραία ὡς Ἀφροδίτη, Ὀππ. Ἁλ. 4. 235. ΙΙ. ὡς προσηγορ., ἔρως, πάθος, Εὐρ. Βάκχ. 773· Κύπριν ὑφαρπάζειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 722· Κ. λαθραία Εὔβουλ. ἐν «Νανν.» 1. 8· ἐν πλησμονῇ γὰρ Κ. Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 159· πρβλ. Βακχυλ. Ἀποσπ. *20 (27) Blass, Σοφ. Ἀποσπ. 710. ΙΙΙ. ἡ βάλανος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Μελέτ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 112. ῠ φύσει· παρ’ Ἐπικ. κατὰ τὸ πλεῖστον ῡ θέσει· ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ. πλὴν ἐν παρωδίαις.

Middle Liddell

Κύπρις, [ῠ βψ νατυρε], ῐδος, ἡ,
I. Cypris, a name of Aphrodite, from the island of Cyprus, where she was most worshipped, Il., Trag., etc.
II. as appellat. love, passion, Eur., etc.