ἀειδής

Revision as of 07:42, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀειδές, (εἶδος)
A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr. De Odoribus 1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a.
2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Spanish (DGE)

-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀειδές: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
subst. τὸ ἀειδές = imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n'a pas de forme, immatériel.
Étymologie: , εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειδής zie ἀϊδής.

German (Pape)

ές,
1 unsichtbar, bei Plat. oft dem ὁρατός entgegengesetzt, Phaed. 79a ff.; καὶ ἄπυστος Ax. 565e; so Plut. und Philo oft.
2 ungestaltet, Philet. com. Ath. XIII.587e; νεανίσκος οὐκ ἀ. DS. 2.4.
• Adv. ἀειδῶς.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδής:
1 не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2 невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
without form, incorporeal, Plat.

Greek Monotonic

ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.

English (Woodhouse)

not consisting of matter

Translations

formless

Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös