εὐθηνέω

Revision as of 12:46, 9 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebrigen" to "Übrigen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

thrive, flourish, εὐθηνέειν Αἴγυπτον Hdt.2.91, 124 codd., cf. X.Ath.2.6 codd.; κτήνεσιν εὐθηνεῖ (sc. ὁ ὄλβιος) h.Hom.30.10; πρόβατα εὐθηνεῖν may their sheep thrive, SIG526.42 (Crete, iii B.C.); τὰ κτήνεα εὐθηνεῖν εἰκός prob. in Hp.Aër.12 (εὐθύνειν codd.), cf. Epid. 6.4.20 (εὐθυνεῖ vulg., εὐθενεῖ Gal.); freq. in LXX (Jb.21.9, al.), cf. BGU1118.30 (i B.C.), al., Ph.1.211, 2.429:—Pass., Αἴγυπτος καρποῖς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο POxy.1381.238 (ii A.D.). (εὐθηνέω—Ion. acc. to Zonar.—is freq. v.l. for εὐθενέω (q.v.) and is required by metre in h.Hom. l.c.)

German (Pape)

[Seite 1069] bis Arist. bei den Attikern εὐθενέω geschrieben, welche Form die VLL. für die einzig attische erklären (τίθημι, vgl. Lob. zu Phryn. p. 466 ff., oder wie τιθήνη von θα, θηλή), im guten Zustande sein, sich wohl befinden, gedeihen; von lebenden Wesen, μῆλα εὐθενοῦντα ἄγαν Aesch., der es allein von den Tragg. nur in den Eum. hat, 904; καὶ ἐνδέχεται τὸν μάλιστα εὐθηνοῦντα μεγάλαις συμφοραῖς περιπεσεῖν ἐπὶ γήρως Arist. Eth. 1, 9, 11; von Pflanzen, καρπόν τε γαίας – εὐθενοῦντα Aesch. Eum. 868; Theophr.; von der Erde, εὐθενοῦσα γῆ, fruchtbar, Xen. Athen. 2, 6; von Trauben, Ael. V. H. 13, 1; εὐθενεῖν τοῖς σώμασι Arist. gen. anim. 4, 6; übertr., vom Hause u. der Familie, μήτιν' οἶκον εὐθενεῖν Aesch. Eum. 855; von ganzen Ländern, εὐθηνέειν πᾶσαν Αἴγυπτον Her. 2, 91. 124; τοὺς στρατιώτας εὐθενεῖν καὶ εὐδοξεῖν vrbdt Dem. 8, 20 (wie Poll. 5, 159 ἀκμάζειν δόξῃ u. εὐθηνεῖν vrbdt); εὐθενούντων τῶν πραγμάτων, im Gegensatz von ἐν οἷς ἔπταισεν ἡ πόλις, 18, 286; 19, 231 hat Bekker τὴν πόλιν εὐθηνεῖσθαι, obwohl auch dort viele mss. εὐθενεῖσθαι schreiben; – gedeihen u. dah. in Menge, in Überfluß dasein, von Fischen, Arist. H. A. 8, 19; εὐθηνεῖ καὶ ἁλίσκεται πλείστη id. – Auch = Überfluß woran haben, προβατείαις καὶ κτηνοτροφίαις εὐθηνεῖν Plut. Poplic. 11; Theophr.; ὅταν εὐθηνῇ ταῖς μελίτταις τὸ σμῆνος Ael. H. A. 5, 13, vgl. V. H. 13, 1; a. Sp., wie D. Sic. 4, 80. – Das med. εὐθηνεῖσθαι mit dem aor. pass., Her. 1, 66 ἀνά τε ἔδραμον αὐτίκα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ εὐθηνήθησαν, in der Bdtg des act., wie in der oben angeführten Stelle des Dem. u. Ael. H. A. 5, 11 u. öfter. Übrigens wird es in den mss. oft mit εὐσθενέω verwechselt. Vgl. Lob. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

εὐθηνῶ :
1 être en bon état, être florissant (de force, de santé, de prospérité);
2 être abondant, fécond;
Moy. εὐθηνέομαι, εὐθηνοῦμαι (avec ao. Pass. εὐθηνήθην) être dans un état florissant ; εὐθ. πολλοῖς ἰχθύσιν ÉL être abondant en poissons.
Étymologie: att. antér. εὐθενέω, cf. skr. dhanam, richesse.

Russian (Dvoretsky)

εὐθηνέω: староатт. εὐθενέω (тж. med. с aor. εὐθηνήθην)
1 находиться в цветущем состоянии, процветать, благоденствовать Aesch., Arst.: οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν Her. лакедемоняне достигли цветущего состояния; εὐθενούντων τῶν πραγμάτων Dem. в пору государственного благополучия;
2 быть крепким, здоровым, сильным (σώμασιν Arst.);
3 быть плодородным (εὐθενοῦσα γῆ Xen.);
4 быть богатым, изобиловать (κτήνεσι HH; τοῖς ἰδίοις βίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηνέω: Ἰων. καὶ μεταγεν. ἀντὶ εὐθενέω (ἴδε κατωτ.) θάλλω, ἀκμάζω, εὐδοκιμῶ, εὐημερῶ, Λατ. florere, vigere, ἐπὶ ζῴων, μῆλα τ’ εὐθενοῦντ’ ἄγαν (εὐθενοῦντα Πᾶν Meineke, εὐθενοῦντα γᾶ Dobree)... τρέφοι χρόνῳ τεταγμένῳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 944· καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν... ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα αὐτόθι 908· τὰ κτήνεα εὐθηνέειν εἰκὸς Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· ἄλλα ζῷα ἐν ἄλλαις εὐθηνεῖ χώραις Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2· ἐπὶ γῆς, Ξεν. Ἀθ. 2, 6· ἐπὶ χωρῶν, εὐθηνέειν Αἴγυπτον Ἡρόδ. 2. 91, 124· οὕτω, μή τιν’ οἶκον εὐθενεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 895 συχνὸν παρὰ Δημ., ἐπὶ ἀνδρῶν, κτλ., τοὺς στρατιώτας... εὐθενεῖν 94. 26· εὐθενούντων τῶν πραγμάτων 321. 8, κτλ.· ἐνδέχεται τὸν μάλιστα εὐθηνοῦντα συμφοραῖς περιπεσεῖν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 9, 11· εὐθηνεῖν τοῖς σώμασι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 14· ἔχω ἀφθονίαν πράγματός τινος, ἄρουρα κτήνεσιν εὐθηνεῖ Ὁμ. Ὕμν. 30. 10, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 44, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13. ΙΙ. τὸ Παθ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66· τὴν πόλιν εὐθενεῖσθαι Δημ. 413. 10, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ 9. 59. - Ὁ τύπος εὐθενέω θεωρεῖται ὡς ὁ μόνος Ἀττ. τύπος ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου, ἀπαιτεῖται δὲ ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Αἰσχύλ., καὶ εὕρηται ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Δημ.· ὁ δὲ τύπος εὐθηνέω ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Ὁμ. Ὕμν., ἔνθ’ ἀνωτ., εὕρηται δὲ ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσι καὶ ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ.· μετὰ δὲ τοὺς χρόνους τούτου φαίνεται ὅτι κατέστη ὁ ἐπικρατῶν τύπος· ἴδε Δινδορφ. προοίμ. εἰς Δημ. VIII, πρβλ. ὡσαύτως εὐσθενέω. (Ὁ Κρούρτ. παραβάλλει τὰ Σανσκρ. dhanam (πλοῦτος)).

Greek Monotonic

εὐθηνέω: Αττ. εὐθενέω, μόνο σε ενεστ.·
I. ευδοκιμώ, ακμάζω, ευημερώ, Λατ. florere, vigere, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Δημ.· με δοτ., αφθονώ σε κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.
II. Παθ., με την ίδια σημασία, οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν, σε Ηρόδ.· τὴν πόλιν εὐθενεῖσθαι, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

εὐθηνέω, only in pres.]
I. to thrive, flourish, prosper, Lat. florere, vigere, Hdt., Aesch., Dem.:—c. dat. to abound in a thing, Hhymn.
II. Pass. in same sense, οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν Hdt.; τὴν πόλιν εὐθενεῖσθαι Dem. [deriv. uncertain]