ἀναμείγνυμι

Revision as of 17:31, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

later ἀναμίγνυμι and ἀναμιγνύω, poet. ἀμμείγνυμι B.Fr. 16: poet. aor. part.
A ἀμμείξας Il.24.529; cf. ἀναμίσγω:—mix up, mix together, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμειξαν Od.4.41; πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26; κἀμοὶ.. μἀναμείγνυσθαι (i.e. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σάς E. Supp.591; θεὰς ἀνθρώποις h.Ven.52.
II often in Pass., to be mixed with, Διονυσίοισι δώροις B. l. c.; πάντες ἀναμεμειγμένοι S.El. 715; τοῖς. πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Hdt.1.146; Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι E.Ba.37; πάντες ἀλλήλοις Arist.Pol.1319b25; ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν X.An.4.8.8, cf. Pl.Phlb. 48a.
2 join company, ὡς δὲ ἀνεμείχθημεν D.54.8; have social intercourse, Plu.Num.20.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμμείγνυμι B.Fr.20b.9; lesb. ὀν- Sapph.2.15, 44.24, 30; tb. ἀναμίγνυμι E.Supp.591
• Morfología: [perf. ἀναμεμείχαται Hdt.1.146]
I tr.
1 de cosas mezclar los bienes y los males Il.24.529, ἀνὰ δὲ κρῖ ... ἔμιξαν Od.4.41, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, en v. pas. <ὀ>μ<με>μείχμενον θαλίαισι νέκταρ Sapph.2.15.
2 de pers. unir, juntar en sent. sexual Ἀφροδίτη ... θεὰς ἀνέμιξε καταθνητοῖς ἀνθρώποις h.Ven.52.
II intr. en v. med.-pas.
1 de cosas mezclarse, entremezclarse μύρρα καὶ κασία λίβανός τ' ὀνεμείχνυτο Sapph.44.30
de sonidos musicales acordarse αὖλος ... τ' ὀνεμείγνυ[το] καὶ ψ[ό] φο[ς κ] ροτάλων Sapph.44.24, φύρδην ἀνεμίχθησαν ἅπαντα D.C.Epit.8.6.6, πλάνητες ... ἀναμεμειγμένοι planetas mezclados (con las estrellas fijas), Sch.Arat.454M.
c. dat. μοι λευκαὶ μελαίνῃσ' ἀναμεμείξονται τρίχες Anacr.77, Κύπριδός τ' ἐλπὶς ... ἀμμειγνυμένα Διονυσίοισι δώροις B.Fr.20b.9, cf. Antipho Soph.B 51, fig. κἀμοὶ μὴ ἀναμίγνυσθαι τύχας τὰς σάς E.Supp.591
c. giro prep. ἡδονὰς ἐν λύπαις ... ἀναμεμειγμένας Pl.Phlb.48a
en perf. ser vario, mixto τὸ ψεῦδος ἀναμέμεικται la falsedad es mixta, Dialex.4.8.
2 de pers. ponerse juntos, juntarse πάντες ἀναμεμιγμένοι los contendientes en la salida de una carrera, S.El.715, en un paseo ὡς δ' ἀνεμείχθημεν pero cuando llegamos a su altura D.54.8, c. dat. Κάδμου παισίν E.Ba.37
relacionarse, tener trato social Plu.Num.20
en perf. med.-pas., c. dat. de pueblos, razas, etc. estar mezclado Μινύαι δὲ Ὀρχομένιοί σφι ἀναμεμείχαται Hdt.1.146, c. giro prep. ἐν μέσοις ἀναμεμιγμένοι τοῖς Ἕλλησιν X.An.4.8.8, οἴκεσις ἀναμεμειγμένη población mixta Scymn.680, de ejércitos, Plb.1.45.12, de multitudes γυναικῶν ὁμοῦ καὶ παίδων ἀνδράσιν ἀναμεμιγμένων Plb.15.30.9, cf. Philostr.VA 4.32
en aor. mezclarse πάντες ἀλλήλοις Arist.Pol.1319b25.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.

German (Pape)

[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίγνῡμι: v.l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
1 примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;
2 med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).

Translations

mix

Acehnese: lawök; Arabic: ⁧خَلَطَ⁩, ⁧مَزَجَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧خلط⁩; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: ⁧تێکەڵ بکە⁩; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: ⁧آمیختن⁩; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ⁧ملانا⁩; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: ⁧מישן⁩‎