κατέχω

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

English (LSJ)

fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: aor. κατέσχον, poet.

   A κατέσχεθον Hes.Th.575, S.El.754; Ep. 3sg. κάσχεθε Il.11.702, Aeol. κατέσκ [εθε] Alc.Supp. la.12; imper. κατάσχες E.Ba.555 (lyr.), later κατάσχε Philostr.Ep.38(v.l.), PMag.Lond.97.404; late aor. κατέσχα PGen. 54.22 (iv A.D.).    I trans., hold fast, καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575.    b hold back, withhold, εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186, cf. 11.702, Od.15.200; ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6: check, restrain, bridle, ἑωυτόν Hdt.6.129, cf.Pl.Chrm.162c, Men.Sam.112; [γυναῖκε] A.Pers. 190; ἱππικὸν δρόμον S.El.754; δάκρυ A.Ag.204 (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El.1011, OC874, E.Ba.555 (lyr.), etc.; δύνασιν S.Ant. 605 (lyr.); τὴν διάνοιαν Th.1.130; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62; κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103; τὰ δάκρυα Pl.Phd.117d, al.; τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5, Pl.La.184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from... Pl.Phdr.254a:—Pass., to be held down, γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50; ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c; to be bound, ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29; ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17 (ii A.D.); τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13 (iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.    c detain, κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128, cf. 8.57, Th.8.100; κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11:—Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr.249; περὶ Κρήτην Th.2.86, etc.    d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077; Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109.    e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.    f keep an oath, ὅρκον SIG526.39 (Itanos, iii B.C.).    2 c.gen., gain possession of, be master of, τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat.9a6; τῆς ὀργῆς Philem.185 codd. Stob.; τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82, cf. Plb.14.1.9; τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1, cf. 1.7.3; cling to, τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51.    II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 (Pass., iii B.C.), etc.); ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10.    b dwell in, occupy, Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant.609 (lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu.603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Φοίβου κ. δόμος E.Ion223 (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς . . κατέχουσι occupy, A.Ag.454 (lyr.), cf. S.Aj.1167 (anap.).    2 of sound, fill, οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10; οἰμωγὴ . . κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers.427, cf. E.Hipp.1133 (lyr.):—Pass., οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111.    3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life... S.Ph.690 (lyr.).    4 to be spread over, cover, νὺξ . . δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269; ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers.387, cf. Ar.Nu.572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138; ὀσμὴ . . κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9:—Pass., σελήνη . . κατείχετο . . νεφέεσσιν Od.9.145, cf. Il.17.368, 644:—Med., Ep.aor., κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.    5 of the grave, confine, cover, τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα 3.243, cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.    6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power, μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987; ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96; τινὰ . . λάθα κ. Id.N.8.24; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC370; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma.304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib.355d; συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1:—Pass., ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg.858a: rarely in good sense, ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10; μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av.1726 (lyr.); εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1.    b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Hdt.6.40, cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj.142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.    7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72; τὰ πρήγματα Id.3.143; τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27; τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96; φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d.    8 achieve, effect an object, Isoc.2.25; πρᾶξιν Arist.Pol.1312a33.    9 master, understand, οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb.26c, cf. Men.72d, Ceb.34; περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of... Puchstein Epigr.Gr.p.9.    b keep in mind, remember, χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U., cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit.109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—Pass., Epicur.Ep.1p.31U.    10 possess, of a god, εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets, μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39 (v.l. κατηχοῦσι):—mostly in Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl.Ion533e; ἐξ Ὁμήρου ib.536b; ἐκ θεῶν X. Smp.1.10; κάρῳ Phld.D.1.18; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι) κατέσχημαι Luc. DMort.19.1:—also in aor. Med., Pl.Phdr.244e.    III follow close upon, press hard, X.Cyr.1.4.22 (dub.l.), Cyn.6.22:—Pass., ib. 9.20.    IV bring a ship to land, Hdt.6.101, 7.59, Plu.2.162a.    B intr.,    1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT782; οὐκέτι καθέξω Men.Pk.394; εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15; οὐ κατέσχεν App.BC3.43: c. inf., κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd.117c.    b stop, cease, of the wind, Ar.Pax944 (lyr.).    2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV), νηΐ Θορικόνδε h.Cer.126; τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε . . κατέσχετε; S.Ph.221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel.1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id.Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El.503 (lyr.).    3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10; κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130; σεισμῶν -εχόντων Th.3.89; ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete.345a1, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.    4 gain the upper hand, παρά τινι Thgn.262; gain one's purpose, Lys.3.42; ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec.434; νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol.1307b10.    C Med., keep back for oneself, embezzle, [τὰ χρήματα] Hdt.7.164.    2 cover oneself, v. supr. A.11.4.    3 hold, contain, Plb.9.26a.7.    II aor. Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.    2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10.

German (Pape)

[Seite 1399] (s. ἔχω), 1) anhalten, festhalten, aufhalten, zurückhalten; εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il. 15, 186; μή μ' ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Od. 15, 200; ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ' ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο 3, 284; ἐν κουλεῷ ξίφος κατασχοῖσα Pind. N. 10, 6; παῖς δ' ἐμὸς κατεῖχε κἀπράϋνε τὰς στάσιν τευχούσας Aesch. Pers. 186; δάκρυ μὴ κατασχεῖν, die Thränen nicht zurückhalten, Ag. 202, vgl. 227, wie Plat. Phaed. 117 d, wo er auch κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν sagt; so ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν τῷ ἐρωμένῳ Phaedr. 254 a, öfter; γέλωτα, das Lachen zurückhalten, Lach. 184 a, wie Xen. Cyr. 2, 2, 1; μηνίσασα Λητῴα κόρη κατεῖχ' Ἀχαιούς Soph. El. 561; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπερβασία κατάσχοι Ant. 601; κατάσχες ὀργήν El. 999; καθέξω θυμόν O. C. 878; φονίου ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες Eur. Bacch. 555, vgl. Or. 1149; in Prosa, Her. 6, 129, Thuc. 1, 91; κατέχειν τὴν διάνοιαν, d. i. verbergen, 1, 130; τὴν ἀναγωγήν, aufschieben, 6, 29; μόγις ἑαυτὸν κατέχων, indem er sich selbst kaum hielt, Plat. Charm. 162 c, wofür Hdn. 1, 15, 1 κατέχειν ἑαυτοῦ sagt; μὴ κατασχόντες αὑτῶν, sie konnten sich vor Freude nicht halten, 1, 7, 15; κατ. τῆς ὀργῆς Philem. Stob. fl. 20, 4; τὴν ἐπῳδὴν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις αἱ Σειρῆνες ἐπᾴδουσαι κατεῖχον, ὥςτε μὴ ἀπιέναι ἀπ' αὐτῶν τοὺς ἐπᾳσθέντας Xen. Mem. 2, 6, 11. – Dah. im med. u. pass. sich aufhalten, verweilen, zögern; πλεῖστον ἐν Λυδοῖς χρόνον κατείχετο Soph. Tr. 248; Her. 8, 117; περὶ Κρήτην κατείχοντο Thuc. 2, 86, vgl. 3, 94. – 2) inne haben, halten, einnehmen; οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16, 79; νὺξ κάτεχ' οὐρανόν, Nacht hatte den Himmel inne, bedeckte ihn, Od. 13, 269; pass., οὐρανὸς νεφέεσσι κατείχετο 9, 145; med., γρηϋς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα, sie hielt sich, bedeckte ihr Gesicht mit den Händen, 19, 361; βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ, nachdem sie sich mit dem Gewande verhüllt hatte, Il. 3, 419. – Bei Hom. τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα Iliad. 3, 243, die Erde hielt sie, bedeckte sie, von den Gestorbenen; πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει, eher soll noch manchen die Erde bedecken, 16, 629 Od. 13, 427. 15, 31; umgekehrt, θήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσιν, Aesch. Ag. 442, τάφον εὐρώεντα καθέξει Soph. Ai. 1146; κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν νέκυν Ant. 405. – Pind. φάτις τινὰ κατέχει, der Ruf hat ihn inne, P. 1, 96, φῆμαι Ol. 7, 10, λάθα P. 8, 24; τόπον κατέχειν Plat. Tim. 63 d, τὴν ἕδραν Parm. 148 e; ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Phil. 45 e. – In Besitz nehmen, einnehmen, behaupten, λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε Aesch. Pers. 389; οἰμωγὴ δ' ὁμοῦ κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, Wehklage erfüllte das Meer, 419; κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν Soph. Ant. 605; πόθεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον κατέσχον 499; βιοτ άν, leben, Phil. 685; δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ' ἡμᾶς θέλεις Eur. Androm. 156; μέλλων τὴν ἀκρόπολιν κατασχήσειν Her. 5, 72; ἵνα κατάσχῃ τὰ ἐν Σάμῳ πρήγματα 3, 143; τόπον, ἀρχὴν κατασχεῖν, Plat. Rep. II, 360 b VIII, 560 c; λαμβάνειν ὧν ἂν ἐπιθυμῶσι καὶ σώζειν ἅπερ ἂν ἅπαξ κατάσχωσιν Isocr. 12, 242; erhalten, behaupten, τὴν ἀρχήν Xen. Cyr. 7, 5, 76; καθέξειν τὰ πράγματα Dem. 2, 9; Pol. 1, 18, 9 u. Sp. auch c. gen., τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D. Sic. 12, 82; Pol. 14, 1, 9 u. öfter App. – Von den Schutzgöttern eines Landes, die das Land im Besitz haben, Ar. Nubb. 593 Xen. Cyr. 2, 1, 1; Ath. VII, 283 b. – Vom Unglück, von üblen Zuständen u. dgl., φθορὰν οἵα κατέσχε τὸν σὸν ἄθλιον δόμον Soph. O. C. 371, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ, üble Gerüchte herrschen von uns, Ai. 142, κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις, er beherrschte, erfüllte das Lager mit Unglückstönen, Phil. 10; ἐμὲ δὲ δαιμονία τις τύχη κατέχει Plat. Hipp. mai. 304 c; ἐπειδὴ κίνδυνος κατέχει Σικελίαν Ep. VIII, 355 c; von der Pest, Hdn. 1, 12, 1; ταραχὴ καὶ πένθος πάντας κατεῖχε 2, 6, 1; pass., ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατέχεσθαι Plat. Legg. IX, 858 a. – Aber κατέχειν τὸ θέατρον ist = das Theater, die Zuschauer fesseln, für sich gewinnen, τοιαῦτα κατέχει τὸν δῆμον = solche Stimmung beherrscht das Volk. – Uebertr. auf das Geistige, begreifen, verstehen, οὐ σφόδρα κατέχω, τί βούλει φράζειν Plat. Phil. 26 c; Men. 72 d; – κατέχεσθαι ἔκ τινος, von Einem begeistert werden, Plat. Ion 536 b u. öfter in diesem Gespräch, κατεχόμενος καὶ μαινόμενος 536 d, καὶ ἔνθεος 533 e; καὶ ἐπίπνους Men. 99 d; so auch aor. med. in passiv. Bdtg, τῷ ὀρθῶς μανέντι καὶ κατασχομένῳ Phaedr. 244 e, womit man vgl. Eur. Hipp. 27 καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ u. Hel. 42. – 3) intrans.; – a) wie ναῦν κατίσχειν gesagt wird, bes. von Schiffenden, anlanden, anlegen, so daß man ναῦν ergänzen kann, τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε Soph. Phil. 221, vgl. 270; Eur. Heracl. 84; ποδαπὸς δ' ὅδ' ἁνὴρ καὶ πόθεν κατέσχε γῆν durch κατῆλθε erkl., Hel. 1222; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἠναγκάσθημεν κατασχεῖν εἰς τὸ χωρίον Antiph. 5, 21; κατέσχε τῆς χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Her. 7, 188, oft; Sp., wie Pol., der auch vom Landmarsch sagt κατασχὼν εἰς Γαλααδῖτιν, 5, 71, 2. – b) gut von Statten gehen, εἰ μὴ τόδε φάσμα νυκτὸς εὖ κατασχήσει, gut eintreffen, Soph. El. 493. – c) bestehen, obwaten; ὁ λόγος κατέχει, die Sage besteht, hat sich behauptet, Thuc. 1, 10; öfter bei Arr. An.; κλῃδών Andoc. 1, 130; τὰ κατέχοντα πρήγματα, die obwaltenden Umstände, Her. 6, 40. – Auch = überwiegen, mehr gelten, die Oberhand haben, Theogn. 262. – Anhalten, wie Winde, Ar. Pax 944; auch εἶπεν οὖν μὴ κατασχών, Plut. Artax. 15. – 4) das med. ist schon zum Theil angeführt; – für sich zurückhalten, τὰ χρήματα, unterschlagen, Her. 7, 164; – in sich begreifen, Pol. 9, 21, 7.