διαπρύσιος

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,

   A going through, piercing, in Hom. only as Adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill piercing into, running out into, the plain, Il.17.748.    2 of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον he gave a piercing cry, 8.227; δ. κιθαρίζων h.Ven. 80: in late Prose, τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11.    II later as Adj., Απείρῳ διαπρυσία far-stretching, Pi.N.4.51.    2 freq. of sound, piercing, ὀλολυγαί h.Ven.19; ὄτοβος S.OC1479 (lyr.); κέλαδος E.Hel. 1308(lyr.): in late Prose, οἰμωγαί J.BJ2.1.2.    3 δ. κεραϊστής a downright thief, h.Merc.336; δ. πόλεμος open war, D.L.2.143.    4 Adv.-ίως loudly, ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα δ. D.S.11.38: metaph., intensely, μισεῖσθαι ὑπό τινος Sch.Ar.Pax481.

German (Pape)

[Seite 598] α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus διαπεράσιοσ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίθησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιθαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρύσιος: [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, ὀξύς· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, λόφος ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, ὀξύς, διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, τόθι πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ διάτορος, ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· ὄτοβος Σοφ. Ο. Κ. 1479· κέλαδος Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. κεραϊστής, φανερὸς κλέπτης (κατ’ ἄλλ. κλέπτης εἰσχωρῶν πανταχόσε), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. πόλεμος, φανερὸς ἢ σφοδρὸς πόλεμος. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ πείρω, περάω, διαπερῶ, διέρχομαι διὰ μέσου· πρβλ. διαμπερές).