διαπρό
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
v. διά.
Spanish (DGE)
1 adv. a través c. movimiento hacia delante, de una parte a otra en descripciones de heridas ἡ δὲ δ. ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.66, δ. δὲ εἴσατο χαλκός Il.5.538, 17.518, Od.24.524, cf. Il.7.260, 12.184, 13.388, 15.342, Od.22.295
•en símiles y gener. τάνυται δέ τε πᾶσα (ἀλοιφή) διαπρό Il.17.393, τῇδε διαπρό Ἄψυρτος Κόλχοι τε ... ὡρμήθησαν A.R.4.313, cf. Eub.107.22, Hsch.
2 prep. de gen. a través de διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς Il.4.138, cf. 5.281, δόρυ δ' ὀφθαλμοῖο διαπρὸ ... ἦλθεν Il.14.494, ἐγένετο δ. δωμάτων ἄφαντος E.Or.1495, λαγόνος τε καὶ ὀμφαλοῦ Theoc.22.201.
German (Pape)
[Seite 598] durch und auf der andern Seite wieder hinaus oder hervor, durch und durch. Homer oft: Iliad. 4, 138. 5, 66. 281. 538. 7, 260. 12, 184. 404. 13, 388. 607. 647. 14, 494. 15, 342. 16, 309. 821. 17, 393. 518. 579. 20, 276. 21, 164 Odyss. 22, 295. 24, 524; fast in allen diesen Stellen sind Waffen das Hindurchdringende, Teile des menschlichen Leibes oder Schutzwaffen das Durchbohrte; anders Iliad. 17, 893, wo das διαπρό nicht recht deutlich ist: ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην λαοῖσιν δώῃ τανύειν, μεθύουσαν ἀλοιφῇ· δεξάμενοι δ' ἄρα τοί γε διαστάντες τανύουσιν κυκλόσ', ἄφαρ δέ τε ἰκμὰς ἔβη δύνει δέ τ' ἀλοιφὴ πολλῶν ἑλκόντων, τάνυται δέ τε πᾶσα διαπρό· ἃς οἵ γ' ἔνθα καὶ ἔνθα κτἑ.; meist ohne casus. mit genitiv. Iliad. 4, 138 διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς; 5, 281 τῆς δὲ διαπρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη θώρηκι πελάσθη; 14, 494 δόρυ δ' ὀφθαλμοῖο διαπρὸ καὶ διὰ ἰνίου ἦλθεν. In vielen oder allen Stellen könnte man auch an verba composita denken, z. B. Iliad. 15, 342 διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν an διαπροελαύνω, wenn nur neben so vielen Stellen, in denen διαπρό vom verbum äußerlich getrennt ist, eine einzige sich fände mit einem unzweifelhaften composit. von διαπρό. Vgl. διέκ. διέξειμι, διεξερέομαι, ἀποπρό, ἀποπροαιρέω, ἀποπροΐημι, ἀποπροτέμνω, περιπρό, περιπροχέω. – Theocr. 22, 201; Ap. Rh. 4, 513 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ou διὰ πρό;
adv.
de part en part, d'outre en outre.
English (Autenrieth)
right through, through and through, with and without gen.
Greek Monolingual
διαπρό και διά πρό (Α)
επίρρ. διαμπερώς, πέρα ώς πέρα.
Greek Monotonic
διαπρό: ή διὰπρό, ανάμεσα, ακριβώς δια μέσου, πέρα ως πέρα, με γεν., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
διαπρό:
I тж. раздельно διὰ πρό adv. насквозь, навылет (εἴσατο χαλκός Hom.).
II в знач. praep. cum gen. сквозь, через (δόρυ ὀφθαλμοῖο δ. ῇλθεν Hom.; δ. λαγόνος τε καὶ ὀμφαλοῦ Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρό en διὰ πρό, adv., door en door; prep. met gen. dwars doorheen:. διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς en ook hier ging hij (de pijl) dwars doorheen Il. 4.138.