ἔξοδος

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A going out, opp. εἴσοδος, S.Aj.798, 806, etc.; ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94; ἔστι . . λήθη μνήμης ἔ. Pl.Phlb.33e; λήθη ἐπιστήμης ἔ. Id.Smp.208a; ἔ. τοῦ βίον PLond.1.77.57 (vi A. D.).    2 marching out, military expedition, Hdt.9.19; κοιναὶ ἔ. ib.26; ἔ. ποιεῖσθαι Th. 3.5, etc., cf. Ar.Nu.579; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔ. ποιεῖσθαι, of Leonidas, Hdt.7.223; ἔ. ἐξελθεῖν X.HG1.2.17; ἐξόδους ἕρπειν κενάς S.Aj.287; τὴν ἐπ' Ὠρεὸν ἔ. D.18.79; ἔ. πεζαί ib.100 (s. v.l.).    3 procession, Hdt.3.14; esp. of women of rank with their suite, ἔ. γυναικεῖαι Pl. Lg.784d, cf. Thphr.Char.22.10; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν D.48.55, cf. Lex Solonisap.Plu.Sol.21.    4 divorce, BGU1105.24 (i B.C.).    II way out, outlet, διὰ τῶν στεγέων Hdt.2.148 (pl.), cf. Th.1.106, 2.4(sg.); πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις A. Th.33, cf. 58, 285; πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις S.El.328; εἴσοδοι καὶ ἔ. entrances and exits, POxy.241.20 (i A. D.); of a river, ἔ. ἐς θάλασσαν Hdt.7.130; ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν εἰς θάλατταν Arist.Pr.947a19.    b esp. of the Jewish Exodus, LXXEx. tit., etc.    2 way out of a difficulty, Pl.R.453e.    3 of orifices in the body, ἡ ἔ. τοῦ περιττώματος, of the vent or anus, Arist.PA 675b9; τῆς τροφῆς Id.HA507a32, cf. 532b6; so of other orifices in the body, ib.511a27, etc.    4 delivery, ἡ τοῦ ἐμβρύου ἔ. Id.GA777a27, cf. 752b12; πρὸς ἔξοδον ἔχειν Lyd.Ost.44.    5 emission of semen, Arist.HA586a15, al.; κοιλίης ἔξοδοι discharges from the bowel, Aret. SD2.3.    III end, close, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι (of a truce) Th.5.14; ἐπ' ἐ. τῆς ἀρχῆς X.HG5.4.4; ἐπ' ἐ. (-ου vulg.) τοῦ ζῆν J.AJ4.8.2; ἔ. τοῦ βίου PLond.1.77.57: abs., departure, death, Ev.Luc.9.31, 2 Ep.Pet. 1.15, Arr.Epict.4.4.38.    2 end, issue of an argument, Pl.Prt. 361a.    b decision of a court, BGU168.15 (ii A. D.).    3 end of a tragedy, i.e. all that follows the last choral ode, Arist.Po.1452b21; ἔξοδον αὐλεῖν play the chorus off the stage (their exit being led by an αὐλητής), Ar.V.582, cf.Sch.    IV outgoing, payment of money, IG14.422 (Tauromenium), 5(1).1390.50 (Andania, i B. C.), Plb.6.13.2; opp. εἴσοδος, Test.Epict.6.34: pl., D.H.10.30.    V street, LXX 2 Ki.22.43.
ἔξοδος (B), ον,

   A promoting the passage, λίθων Aret.CD2.3.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, der Ausgang, 1) der Ort zum Hinausgehen, πυλῶν ἔξοδος Aesch. Spt. 33. 58; Eur. Rhes. 514; θυρῶνος Soph. El. 320; Thuc. 1, 106 u. Folgde. Uebh. eine Oeffnung, durch welche Etwas herauskommt, z. B. von den Schamtheilen, Arist. Von der Mündung eines Flusses, Her. 7, 130. – 2) die Handlung des Ausgehens, das Fortgehen, Soph. Ai. 785 u. öfter; Ἡράκλειος, des Herakles, Trach. 51; Ggstz εἴσοδος, Eur. Herc. Fur. 623; übertr., λήθη μνήμης ἔξ., das Ausgehen, Verschwinden, Plat. Phil. 33 e, vgl. Conv. 208 e; bes. – a) von kriegerischen Auszügen, eine Expedition, Feldzug, Her. 9, 19 Thuc. 2, 10 u. die folgdn Historiker, sowohl übh. ins Feld, als zur Schlacht, od. übh. nur von einem Orte weg; ἔξοδον ποιεῖσθαι, einen Feldzug, auch einen Ausfall machen, Thuc. 3, 5; Lys. 16, 18; Xen. Cyr. 1, 5, 14 u. öfter; ἐξελθεῖν Hell. 1, 2, 17. – b) ein Festaufzug, Her. 3, 14; bes. vom pomphaften Ausgange vornehmer Frauen mit Gefolge, Dem. 48, 55; vgl. Plat. Legg. VI, 784 d; auch vom Auszuge der Braut aus dem väterlichen Hause, D. Hal. rhet. 4. – c) das Weggehen des Chores in den Tragödien, ἔξοδον αὐλεῖν τινι, Jemandem zum Fortgehen aufspielen, Ar. Vesp. 582, wo der Schol. zu vergleichen; nach Arist. poet. 12 ἔξοδος μέρος ὅλον τραγῳδίας, μεθ' ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος, der Schluß der Tragödie; übh. Schluß, Ende, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι, am Ende sein, Thuc. 3, 14; λόγων, der Schluß, das Resultat, Plat. Prot. 361 c; vgl. Xen. Hell. 5, 4, 4. – 3) vom Gelde, das Ausgeben, der Aufwand (Ggstz von εἴσοδος), ἔξοδον ποιεῖν εἴς τι, Pol. 6, 13, 2; N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοδος: ἡ, τὸ ἐξέρχεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἴσοδος, Σοφ. Αἴ. 798, 806, κτλ.· ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἔστι... λήθη μνήμης ἐξ. Πλάτ. Φίλ. 33Ε· ἐπιστήμης ἐξ. ὁ αὐτ. Συμπ. 208Ε. 2) στρατιωτικὴ ἔξοδος ἢ ἐκστρατεί, ἔξ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 9. 19, 26, Θουκ. 3. 5, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 7. 223· ἔξ. ἐξελθεῖν Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· ἐξόδους ἕρπειν κενὰς Σοφ. Αἴ. 287· τὴν ἐπ’ Ὠρεὸν ἔξοδον Δημ. 252. 4· ἔξοδοι πεζαὶ ὁ αὐτὸς 259. 20: ὡσαύτως, ἐπίθεσις ἐκ μέρους πολιορκουμένων, ἔξοδος, Θουκ. 5. 10. 3) μετὰ πομπῆς ἔξοδος, Ἡρόδ. 3. 14· ἰδίως γυναικῶν ὑψηλῆς τάξεως μετὰ τῆς ἀκολουθίας αὐτῶν. Πλάτ. Νόμοι 784D, Θεφράστ. Χαρακ. 22· ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν Δημ. 1182. 27· ἐτέθη δὲ καὶ νόμος ὑπὸ τοῦ Σόλωνος πρὸς διακανόνισιν τῶν τοιαύτων ἐξόδων, Πλουτ. Σόλ. 21: πρβλ. ἐξοδεύω. ΙΙ. μέρος δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις, ἔξοδος, Λατ. exitus, Ἡρόδ. 2. 148· πυλῶν ἐπ’ ἐξόδους Αἰσχύλ. Θήβ. 33, πρβλ. 58, 284· πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις Σοφ. Ἠλ. 328· ἐπὶ ποταμοῦ, ἔξοδος εἰς θάλασσαν Ἡρόδ. 7. 130· ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν Ἀριστ. Προβλ. 26. 58. 2) τρόπος ὅπως διέλθῃ τις ἔκ τινος δυσκολίας, διέξοδος, φέρε δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἐάν πῃ εὕρωμεν τὴν ἔξοδον Πλάτ. Πολ. 453Ε· αλλ’ ἡ ἔξ. τῶν λόγων, τὸ ἀποτέλεσμα, ἡ ἔκβασις ἐρεύνης, ὁ αὐτὸς Πρωτ. 361Α. 3) τὰ μέρη δι’ ὧν ἐξέρχονται ἐκ τοῦ σώματος τὰ περιττώματα εἴτε ξηρὰ εἴτε ὑγρά, ὁ πρωκτὸς καὶ τὰ γεννητικὰ μόρια, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20., 4. 12, 16· τῆς τροφῆς ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 17, 7· καὶ ἀπολ., αὐτόθι 4. 7, 11, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐπὶ ἄλλων ἐξόδων ἐν τῷ σώματι, αὐτόθι 7. 8, 3. κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. exitus, πέρας, τέλος, ἐπ’ ἐξόδῳ εἶναι Θουκ. 5. 14· ἐπ’ ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 4· ἐπ’ ἐξόδῳ (κοινῶς -ου) τοῦ ζῆν Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 2· ἀπολ., ἔξοδος ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, θάνατος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Θ΄. 31, Ἐπιστ. Β΄, Πέτρ. α΄, 15· - ἐκφορὰ νεκροῦ, = ἐξόδιον, Ἀποστ. Διαταγ. 5. 30. 2) τὸ τέλος ἢ τὸ συμπέρασμα συλλογισμοῦ τινος ἢ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Πρωτ. 316Α. 3) ἔξοδος δὲ μέρος ὅλον τραγῳδίας μεθ’ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Ἀριστ. Ποιητ. 12, πρβλ. πάροδος· ἔξοδον αὐλεῖν, προπέμπειν μετὰ τοῦ αὐλοῦ, «ἔθος δὲ ἦν ταῖς ἐξόδοις τῶν τῆς τραγῳδίας χορικῶν προσώπων προηγεῖσθαι αὐλητήν, ὥστε αὐλοῦντα προπέμπειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 582 (580). IV. δαπάνη, ἔξοδον, Πολύβ. 6. 13, 2· πρβλ. ἐξοδάω, ἐξοδιάζω. V. Ἔξοδος, τὸ β΄ βιβλίον τῆς Πεντατεύχου, ὡς περιέχον τὴν ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐξ Αἰγύπτου.

French (Bailly abrégé)

1ου (ἡ) :
I. passage pour sortir, issue ; fig. moyen de sortir;
II. action de sortir :
1 sortie, départ : ἐπ’ ἐξόδῳ SOPH pour sortir ou sur le point de sortir ; ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ SOPH avec la promesse que je m’en irai sain et sauf ; fig. ἔξοδος τῆς ἀρχῆς XÉN sortie de charge;
2 t. milit. expédition au dehors, marche à l’ennemi, sortie d’assiégés;
3 procession, pompe, cortège.
Étymologie: ἐξ, ὁδός.
2ος, ον :
qui favorise le passage ou la sortie.
Étymologie: ἐξ, ὁδός.