ἀφύσσω

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Ep. impf.

   A ἄφυσσον Call.Cer.70: fut. ἀφύξω, Dor. -ξῶ Theoc.7.65: aor. ἤφῠσα Od.9.165, Ep. ἄφυσσα 2.379, E.IA1051 (lyr.), imper. ἄφυσσον Od.2.349:—Med., aor. ἠφῠσάμην, Ep. ἀφύσσατο Il.16.230:—draw liquids, esp. from a larger vessel with a smaller, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598, cf. Od.9.9; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν 9.165; εἰς ἄγγε' ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Hes. Op.613:—Pass., πίθων ἠφύσσετο οἶνος was drawn from the winejars, Od.23.305: metaph., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν draw full draughts of wealth, i.e. heap it up, τινί for another, Il.1.171; ἀ. νέκταρ ἐρώτων AP5.225 (Paul. Sil.).    2 sound, probe, ἰητὴρ ἕλκος ἀ. Opp.H.2.597.    II Med., draw for oneself, help oneself to, οἶνον ἀφυσσόμενος Il.23.220; ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς . . ἀφυσσαμέναν, of Aphrodite, E.Med.836 (lyr.); φύλλα ἠφυσάμην I heaped me up a bed of leaves, Od.7.286, cf. 5.482: metaph., αἰῶνος σπειρήματ' ἀφυσσάμενος App.Anth.3.186.—Trag. only in E. l.c. and IA1051.

German (Pape)

[Seite 416] fut. ἀφύξειν Il. 1, 171; dor. ἀφυξῶ Theocr. 7, 65; aor. ἤφυξα, Sp., wie Opp. H. 1, 769; Hom. ἠφύσαμεν Od. 9, 165; ἀφύσσας Od. 9, 204, ἄφυσσεν 2, 379, ἄφυσσον 2, 349, ἀφύσσατο Iliad. 16, 230, ἀφυσσάμεθα Od. 9, 85, ἀφυσσάμενοι v. l. Iliad. 10, 579, ἠφυσάμην Od. 7, 286; Tmesis schwer zu erkennen; – schöpfen, aus einem größern Gefäße in ein kleineres, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος, aus dem Mischgefäße, Il. 1, 598; οἶνον ἐκ κρητῆρος ἀφυσσἀμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Iliad. 3, 295; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν Od. 2, 379; εἰς ἄγγεα Hes. O. 611; – πίθων ἠφύσσετο οἶνος, ward aus den Fässern geschöpft, Od. 23, 305; ὕδωρ 9, 85; Λήθης ὕδωρ ὑπὸ στόμα Opp. Cyn. 2, 417; H. 1, 769 εὔτε Ζεὺς ἐκ νεφέων ὄμβρον ἀφύξῃ, Regen ergießen; übertr., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφ., Reichthum schöpfen, d. i. anhäufen, Il. 1, 171; ἀμφὶ δὲ φύλλα ἠφυσἀμην, ich häufte mir Laub zusammen, Od. 7, 286; διὰ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 508, auf διαφύσσω zu beziehen; doch Opp. Hal. 2, 597 ἕλκος ἀφύσσειν, das Geschwür öffnen. Selten in Prosa. Luc. Parasit. 10. Die Ableitung ist dunkel, doch scheint es kein Compositum von ὕω, sondern mit ἀφρός zusammenzuhängen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσσω: Ἐπικ. παρατατ. ἄφυσσον, Καλλ. εἰς Δήμ. 70· μέλλ. ἀφύξω, Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. 7. 65· ὡσαύτως ἀφύσω [ῠ] Ἀνθ. Π. 5. 226· ἀόρ. ἤφῠσα Ὀδ. (πρβλ. δι-), Ἐπ. ἄφυσσα Ὀδ. Β. 379, Εὐρ. Ι. Α. 1051 (λυρ.), προστακτ. ἄφυσσον Ὀδ. Β. 349: ― Μέσ. ἀόρ. ἠφῠσάμην, Ἐπ. ἀφύσσατο Ἰλ. Π. 230: ― (Ὁ ἀόρ. ἀποδίδοται ὑφ’ ἐτέρων εἰς ἐνεστῶτα ἀφύω, ὅστις ἀπαντᾶ ἐν συνθέτοις ἐξαφύω, ὑπεξαφύομαι). Ἀπαρύομαι, ἀπαντλῶ, ἐπὶ ὑγρῶν, κυρίως ἀπαντλῶ ἀπὸ μεγαλειτέρου ἀγγείου διά τινος μικροτέρου, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Ι. 9· οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν Ι. 165· εἰς ἄγγε’ ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Ἔργ. κ. Ἡμ. 611· οὕτως ἐν τῷ παθ., πίθων ἠφύσσετο οἶνος, ἠντλεῖτο ἐκ τῶν πίθων, Ὀδ. Ψ. 305· μεταφ., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, «ἀπαντλήσειν, περισωρεύσειν», τινί, χάριν ἄλλου, Ἰλ. Α. 171: ― περὶ τοῦ ἐν Ν. 508., Ρ. 315, ἴδε τὸ ῥῆμα διαφύσσω. ΙΙ. Μέσ., ἀπαντλῶ δι’ ἐμαυτόν, οἶνον ἀφυσσόμενος χαμάδις χέε, δεῦε δὲ γαῖαν Ἰλ. Ψ. 220· ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς… ἀφυσσαμέναν, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Μήδ. 838· μεταφ., φύλλα ἠφυσάμην, «ἐπεχεάμην» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 286, πρβλ. Ε. 482. ― Λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ι. Α. 1051, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς παρὰ Λουκ. ἐν Παρασ. 10.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφύσω, poét. ἀφύξω, ao. ἤφυσα, pf. inus.
I. puiser d’un grand vase pour verser dans un petit : νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος IL, οἶνον ἐκ κρητῆρος OD puiser du nectar, du vin dans un cratère ; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν OD puiser du vin dans des amphores ; Pass. πίθων ἠφύσσετο οἶνος OD on puisait du vin dans des jarres ; fig. ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφ. IL puiser, càd amasser de la fortune et des richesses;
II. s’enfoncer ou pénétrer dans ; déchirer : διὰ adv. δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ IL et le fer (lui) déchira les entrailles;
Moy. ἀφύσσομαι (ao. ἠφυσάμην);
1 puiser pour soi, acc.;
2 amasser pour soi : ἀφ. φύλλα OD se faire un lit de feuilles.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

fut. ἀφύξω, aor. ἤφυσα, part. ἀφύσσᾶς, mid. aor. ἠφυσάμην, ἀφυσσάμην, part. ἀφυσσάμενος: draw (water or wine), mid., for oneself, often by dipping from a larger receptacle into a smaller (ἀπὸ or ἔκ τινος, or τιν<<><>>ς); οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ, ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων, for the other gods, Il. 1.598 ; ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ, for their own use, on ship-board, Od. 4.359 ; διὰ (adv.) δ' ἔντερα χαλκὸς | ἤφυσε, pierced and ‘opened,’ (cf. ‘dip into’ him), Il. 13.508, Il. 17.315, Il. 14.517; met., ἄφε- νος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ‘draw off,’ i. e. accumulate riches for another man, Il. 1.171.