τέρμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A end, boundary, chiefly poet.: I goal round which horses and chariots had to turn at races, περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib.462,466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib.333,358; ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El.686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh.1409b23. 2 mark set to show how far a quoit was thrown, ἔθηκε δὲ τέρματ' Ἀθήνη Od.8.193. 3 metaph., issue, event, A. Ag.781,1177 (both lyr.). II generally, end, limit, δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr.286 (anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl., ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227. 2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει . . πρὸς αὐτὸτ. Id.El.1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr.362, S.OT1530 (troch.), E.Alc.643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr.1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr.100 (anap.), 186 (lyr.), 259; Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax.371e; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu.633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138. 3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67); κακῶν E.Supp. 369 (lyr.); πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av.705; τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10; τ. τέχνης Parrhas. 2; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag.1002 (lyr.); ἀγχόνης τέρματα Id.Eu.746; θανάτου τ. E.Hipp.140 (lyr.). 4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112; θεοὶ . . πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp.617 (lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter . ., Id.Or.1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge . ., S.OC725; δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ' . . ἔχετε AP12.170 (Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.)
German (Pape)
[Seite 1094] ατος, τό, 1) Ende, Gränze, Ziel; – a) das Ziel, um welches beim Wettfahren die Wagen nach links umbiegen mußten; dah. ἑλίσσειν περὶ τέρματα, στρέφειν, βάλλειν od. εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, Il. 23, 309. 323. 333. 462. 466. – b) das Ziel, bis zu welchem die Wettrenner laufen mußten, Il. 23, 332. 358. 757; δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου, Pind. O. 3, 33; u. übertr., δρόμου δ' ἔσωσας τῇ φύσει τὰ τέρματα, Soph. El. 678; τί τέρμα τόλμης καὶ θράσους γενήσεται, Eur. Hipp. 140. – c) das Malzeichen, durch welches beim Wettkampfe mit dem Diskos die Stelle bezeichnet wurde, wo ein Diskos niedergefallen war, Od. 8, 193. – 2) das äußerste Ende, z. B. des Laufes eines Flusses, Her. 4, 52; Εὐρώπης, 7, 54; πῆ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῖλαι, Aesch. Prom. 100; ὡς ἂν τέρματ' ἐκμάθῃς ὁδοῦ, 708, u. öfter; vgl. πολλῶν ἄκουσον τέρματ' αἰδοίων λόγων, Suppl. 450; jedes Aeußerste oder Höchste, Gipfel, τέρμ' ἀέθλων, Pind. I. 3, 85; τέχνης, der höchste Gipfel, die Vollendung der Kunst; βίου, das Ziel, der Gipfel des Lebens, Alter, Tod, Soph. O. R. 1530; vgl. Xen. Lac. 10, 1 u. Plut. Philop. 18; auch θανάτου τέρμα, Eur. Hipp. 140; auch in sp. Prosa, wie Luc. Tim. 20. – 3) bes. die oberste Gewalt, die letzte, höchste Entscheidung, θεοὶ ἁπάντων τέρμ' ἔχοντες, die Götter, die über Alles die höchste Gewalt od. Entscheidung haben, Eur. Suppl. 615; τέρμα σωτηρίας ἔχειν, die Macht haben Heil zu verleihen, Or. 1343; τέρμα Κορίνθου ἔχειν, die Obergewalt über Korinth haben, Simonds. 85; θεοί, οἳ φιλίης τέρματ' ἐμῆς ἔχετε, Diosc. 5 (XII, 170). – Auch adv. τέρμα, endlich, zuletzt, wie τέλος, Phocylid. 130.
Greek (Liddell-Scott)
τέρμα: τό, τέλος, ἄκρον, ὅριον, Λατ. terminus, κυρίως ποιητ.· 1) τὸ ἄκρον καθ’ ὃ ἐν τῷ ἀγῶνι οἱ ἵπποι καὶ τὰ ἅρματα ἔπρεπε νὰ κάμψωσι, καμπτήρ, περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν Ἰλ. Ψ. 309· βάλλειν ἢ εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα αὐτόθι 462, 466· τέρματα θεῖναι ἢ σημαίνειν αὐτόθι 333, 358, 757· ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Πινδ. Π. 9. 202· δρόμου τέρματα Σοφ. Ἠλ. 686, καὶ ἴδε ἐν λ. δωδεκάγναμπτος· ἔξω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6· - τὸ παρὰ Ρωμαίοις meta, ἀλλαχοῦ καμπτήρ, νύσσα. 2) τὸ σημεῖον ὅπερ ἐτίθετο ὅπως δεικνύῃ μέχρι τίνος ἔφθασε δίσκος τις ῥιφθείς, ἔθηκε δὲ τέρματ’ Ἀθήνη Ὀδ. Θ. 193. 3) μεταφορ., τέλος, ἀποτέλεσμα, συμβάν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 781, 1176, ΙΙ. καθόλου, τέλος, ὅριον, δολιχῆς τ. κελεύθου ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 284, πρβλ. 706, 823· ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 422· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ὁδοῦ τέρματα Θέογν. 1166Β· ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (ἐξυπακουομ. τῆς Εὐρώπης) Ἡρόδ. 7. 54· τέρματα συνάγουσι (ἐπὶ δύο ποταμῶν) συστέλλουσι τὰ ὅρια αὐτῶν, δηλ. πλησιάζουσι πρὸς ἀλλήλους καὶ οὕτως ἐλαττοῦσι τὸ μεταξὺ αὐτῶν διάστημα, ὁ αὐτ. 4. 53· - μεταφορ., τέρμα πλούτου, ὅριον..., Θέογν. 227. 2) τέλος ὡς πρὸς χρόνον ἢ τόπον, πρὸς τέρμα εἶναι, ἐπὶ τέρμ’ ἀφικέσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 828, Σοφ. Αἴ. 48· Ἑρμῆς σφ’ ἄγει... πρὸς αὐτὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1397· τ. βιότου, τὸ ὅριον ἢ τέλος τῆς ζωῆς, Σιμωνίδ. 85. 13· τ. τοῦ βίου ἢ βίου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 299, Σοφ. Ο. Τ. 1530, Εὐρ. Ἄλκ. 643· γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1081· τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου Αἰσχύλ. Πρ. 100, 184, 257· πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· - ἐπὶ τέρματι, ἐπὶ τέλους, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 634· οὕτω καὶ τέρμα ἀπολ., ὡς τὸ τέλος, Ψευδοφωκυλ. 130. 3) τὸ τέλος ἢ ὕψιστον σημεῖον, τ. ἀέθλων, τὸ βραβεῖον, Πινδ. Ι. 4. 115 (3. 86)· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 367· πρὸς τέρμασιν ὥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 705· τέρματα νίκης Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 302Α· τ. τέχνης Παρρασ. αὐτόθι 543Ε· - ἐνίοτε κεῖται ἁπλῶς ἐν περιφράσει, τέρματα ἐμπορίης ἀντὶ ἐμπορίη Θέογν. 1168· τέρμα ὑγιείας = ὑγίεια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1002· ἀγχόνης τέρματα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 746· τ. τῆς σωτηρίας Σοφ. Ο. Κ. 725· τ. θανάτου Εὐρ. Ἱππ. 140, Ὀρ. 1343. 4) ἡ ἄκρα ἢ ἡ ὑψίστη ἐξουσία, ἡγεμονία, τ. Κορίνθου ἔχω, εἶμαι ἡγεμών, βασιλεὺς τῆς Κορίνθου, Σιμωνίδ. 117, πρβλ. Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. ἕρμα 3, σημ.· θεοί... ἁπάντων τέρματ’ ἔχοντες Εὐρ. Ἱκέτ. 617, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 170· ἴδε τέλος, κῦρος. (Πρὸς τὸ τέρμα πρβλ. τὸ τέρμων, τέρθρον· Σανσκρ. t.ri, tar-âmi (trajicio), tir-as· Ζενδ. tar-ô (trans), tîr-as (ripa)· Λατ. ter-minus, in-tr-are, tr-ans).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. but, particul.
1 borne autour de laquelle évoluent les chars dans la carrière;
2 but pour le jet du disque;
3 fig. but : πρὸς τέρμα εἶναι ESCHL être près du but ; ἀφικέσθαι ἐπὶ τέρμα SOPH parvenir au but;
II. p. suite extrémité, terme : τέρμα κελεύθου ESCHL terme d’une route ; τέρμα φυγῆς ESCHL terme d’une fuite ; au plur. τέρματα Εὐρώπης HDT les extrémités de l’Europe ; fig. fin, cessation : μόχθων ESCHL, πόνων ESCHL terme des épreuves, des fatigues, des maux ; τέρμα βίου SOPH terme de la vie, la mort ; adv. • ἐπὶ τέρματι ESCHL à la fin, enfin.
Étymologie: R. Τερ, traverser, v. τείρω ; cf. lat. terminus, trans.
English (Autenrieth)
ατος (cf. τέλος, terminus): limit, goal; the turning-post in the race, Il. 23.307; a mark to show how far a quoit was thrown, Od. 8.193.
English (Slater)
τέρμα (τέρμ(α) nom., acc., -ασιν.)
1starting, finishing mark δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου (O. 3.33) ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος (P. 9.114) met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.71) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. ends in a trial of strength) (I. 4.67)