δωδεκάγναμπτος
English (LSJ)
δωδεκάγναμπτον, bent twelve times, τέρμα the post (in the race-course) that has been doubled twelve times, Pi.O.3.33.
Spanish (DGE)
-ον
al que se le ha dado la vuelta doce veces τέρμα Pi.O.3.33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont il faut faire douze fois le tour.
Étymologie: δώδεκα, γνάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάγναμπτος -ον [δώδεκα, γνάμπτω] waar men twaalf keer omheen buigt.
German (Pape)
τέρμα, das Ziel der Rennbahn, um welchesbeim Wettfahren zwölfmal herum gelenkt werden mußte, Pind. Ol. 3.35.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάγναμπτος: огибаемый двенадцать раз (τέρμα Pind.).
English (Slater)
δωδεκάγναμπτος that is twelve times rounded δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου (O. 3.33)
Greek Monolingual
δωδεκάγναμπτος, -ον (Α)
φρ. «δωδεκάγναμπτον τέρμα» — το σημείο τερματισμού του αγωνίσματος της αρματοδρομίας, στο οποίο έχουν πλησιάσει δώδεκα φορές τα άρματα κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Greek Monotonic
δωδεκάγναμπτος: -ον (γνάμπτω), που τριγυρίζει δώδεκα φορές· δωδεκ. τέρμα, σημείο (στον αγώνα δρόμου), από το οποίο έπρεπε να περάσει ο αθλητής, ο δρομέας δώδεκα φορές, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάγναμπτος: -ον, δωδεκάκις κεκαμμένος, δωδεκ. τέρμα, ἡ στήλη ἡ δηλοῦσα τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, ἣν δωδεκάκις κάμπτουσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, Πίνδ. Ο. 3. 59.
Middle Liddell
δωδεκά-γναμπτος, ον γνάμπτω
bent twelve times, δωδεκ. τέρμα the post (in the race-course) that has been doubled twelve times, Pind.