πέλεκυς
English (LSJ)
εως, Ion. εος (not
A πελέκυος Hdn. Gr.2.707), ὁ, acc. πέλεκυν Od.5.234, etc. : dat. pl. πελέκεσι, Ep. πελέκεσσι Il. 13.391 :—two-edged axe for felling trees, opp. ἡμιπέλεκκον (q.v.), π . . . χάλκεος, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένος Od.5.234 ; ὑλοτόμους πελέκεας Il.23.114 ; ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι 13.391, cf. Pi. O.7.36, P.4.263, E.Fr.472.6 (anap.) ; π. ξυλοκό πος X. Cyr.6.2.36, etc. 2 battle-axe, πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο Il.15.711 ; οὐ δόρασι μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ πελέκεσι Hdt.7.135 ; πελέκεως δίστομος γένυς E. Fr.530.5 ; sacrificial axe, Il.17.520, Od.3.442 ; executioner's axe, Trag.Adesp.412 ; Τενέδιος π., prov. of impartial and over-harsh justice, Arist. Fr.593 ; or of summary justice by 'cutting the knot', from the story of Tennes, St.Byz. s.v. Τένεδος (also ὁ Τέννου π. Conon 28) ; τοὺς π. ἀπέλυσε τῶν ῥάβδων took the axes from the fasces of the lictors, Plu. Publ.10, cf. Plb.6.53.8. 3 as an image of perseverance, κραδίη π. ὣς . . ἀτειρής Il.3.60. 4 "ἀσκός, π." in a child's game, Thphr. Char.5.5. 5 nickname in Com.Adesp.824 ; cf. πρίων. 6 coin in Cyprus, prob. in Inscr.Cypr. 135.26 H. ; cf. πέλεκυ. II a geometrical figure, like the head of a double axe, title of AP15.22 (Simm.). (Cf. Skt. paraśús ; loanword from Bab. pila[kudot ][kudot ], Sumer. balag 'axe'.) [The ῠ of nom. and acc. sg. is in Hom. sts. lengthd., Il.3.60, 17.520 : acc. pl. πελέκεας is in Hom. always trisyll., .]
German (Pape)
[Seite 550] (wahrscheinlich mit πάλλω zusammenhangend), εως, ion. εος, ὁ, bei Sp. auch πελέκυος, u. dat. plur. πελέκυσι, vgl. Lob. Phryn. 246, Axt, Beil, bes. Holzaxt; χάλκεος, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένος, Od. 5, 235, wie 9, 391; ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες, Il. 23, 114, vgl. 13, 391. 16, 484; ὀξ υτόμος, Pind. P. 4, 263; auch Streitaxt, οἵγ' ἐγγύθεν ἱστάμενοι ὀξέσι δὴ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο, Il. 15, 711; u. Opferaxt, zum Tödten der Opferthiere, πέλεκυς δ' ἀπέκοψε τένοντας, Od. 3, 449, vgl. Il. 17, 520; als Sinnbild eines unbezwinglich festen Sinnes, κραδίη πέλεκυς ἃς ἀτειρής, 3, 60; ἀνδροκμῆτα πέλεκ υν, Aesch. Ch. 876; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; Eur. Hec. 1279 Troad. 361 u. in späterer Prosa, wie Plut. – Auch eine mathematische Figur, Mathem. vett. – [Sing. nom. acc. υς, υν wird von Hom. in der Vershebung einigemal lang gebraucht, Il. 3, 60. 17, 520; πελέκεας ist bei ihm immer dreisylbig zu sprechen ñ ñ –.]
Greek (Liddell-Scott)
πέλεκῠς: -εως, Ἰων. -εος, ὁ˙ δοτ. πλθ. πελέκεσι, Ἐπικ. πελέκεσσι, Ἰλ. παρ’ Αἰλ.. καὶ ἄλλοις μεταγεν. εὕρηται ἐνίοτε γεν. πελέκῠος, δοτ. πληθ. πελέκῠσι κτλ.˙ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246˙ ― ἀξίνη ἀμφίστομος, πρὸς δενδροτομίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡμιπέλεκκον (ὃ ἴδε), χάλκεος, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένος Ὀδ. Ε. 235 (καὶ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σκεπάρνου, ὃ ἴδε)˙ ὑλοτόμους πελέκεας Ἰλ. Ψ. 114˙ ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι Ν. 391˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 7. 66, Π. 4. 468, Εὐρ. Ἀποσπ. 475a, 6˙ π. ξυλοκόπος Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, κτλ. 2) ὡς πολεμικὸν ὅπλον, πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο Ἰλ. Ο. 711˙ πελέκεως δίστομος γένυς Εὐρ. Ἀποσπ. 534˙ 5˙ ―ὁ ἐν χρήσει πρὸς τὰς θυσίας, Ἰλ. Ρ. 520, Ὀδ. Γ. 442˙ ὁ τοῦ δημίου Τενέδιος π., ὡς παροιμ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 351, πρβλ. ποιητὴν παρὰ Πλούτ. 2. 813F· τοὺς πελέκεις ἀπέλυσε τῶν ῥάβδων, ἀφῄρεσε τοὺς πελέκεις ἀπὸ τῶν ῥάβδων τῶν ῥαβδούχων, Πλουτ. Ποπλ. 10. κτλ. ― Ὅτι κυρίως δὲν ἦτο ὅπλον μάχης φαίνεται ἐκ τῆς φράσεως οὐ δόρασι μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ πελέκεσι, δηλ. μάχεσθαι μέχρις ἐσχάτου, ὄχι μόνον στρατιῶται ἀλλὰ καὶ πᾶς ἄνθρωπος, Ἡρόδ. 7. 135. 3) πρὸς παράστασιν ἐπιμονῆς, κραδίη πέλεκυς ὣς .. ἀτειρὴς Ἰλ. Γ. 60. 4) ἐν Θεοφρ. Χαρακτ. 5, τὸ «ἀσκὸς πέλεκυς» φαίνεται ὅτι ἦν παιδιά τις τῶν παίδων, καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «ἀσκός, πέλεκυς», ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. καὶ σημ. Jebb. σ. 183. ΙΙ. μαθηματικόν τι σχῆμα παρεμφερὲς τῇ κεφαλῇ διστόμου πελέκεως, ἴδε Ἀνθ. Π. 15. 22. Πρβλ. Σανσκρ. parasus Κούρτ. 98, Pott Et. Forsch. 1. 117, 231.) [Τὸ ῠ τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ., παρ’ Ὁμήρῳ ἐνίοτε ἐκτείνεται ἐν ἄρσει. Ἰλ. Γ. 60, Ρ. 520˙ αἰτ. πλθ. πελέκεας, ὡς παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τρισύλλ. υυ-].
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) ; acc. υν, dat. pl. εσι;
1 cognée de bûcheron à deux tranchants;
2 hache d’armes;
3 hache pour les sacrifices, hache en gén.
Étymologie: R. Πελ, v. πέλω, mouvoir.
English (Autenrieth)
εος, pl. dat. πελέκεσσι: axe or hatchet, for felling trees, Il. 23.114, Il. 17.520; double-edged, Od. 5.234, see ἡμιπέλεκκα. A sacrificial instrument in Od. 3.449. In the contest with the bow of Odysseus the ‘axes’ were either axheads without the handles, arranged in line, or iron blocks resembling axes, made for the purpose of target-shooting, Od. 19.573.
English (Slater)
πέλεκυς
1 axe χαλκελάτῳ πελέκει (O. 7.36) ὀξυτόμῳ πελέκει (P. 4.263) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” expl. Turyn ?fr. 339.
English (Slater)
πέλεκυς
1 axe χαλκελάτῳ πελέκει (O. 7.36) ὀξυτόμῳ πελέκει (P. 4.263) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” expl. Turyn ?fr. 339.