φροντίς

Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (φρονέω)

   A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen., φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10, cf. E.Med.1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22; ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111, cf. 7.205; περὶ ὧν ἐν φ. μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.; ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd.101e; φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: folld. by a relat. clause, ἐν φ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33, cf. Cyr.5.2.5.    2 abs., thought, reflection, meditation, τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.912; πολλὰς . . ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67 (parodied by Henioch.4.5, ἔχον . . πολλὰς φροντίδων διεξόδους) ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46; φροντίδα . . θώμεθα A.Pers.142 (anap.); δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp.407, cf. 417; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC170 (anap.): pl., thoughts, νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov., αἱ δεύτεραί πως φ. σοφώτεραι Id.Hipp.436.    b esp. of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu.233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib.137; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec.572.(lyr.)    c care, anxiety, Xenoph.8; καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers.161 (troch.); ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag.102 (anap.), cf. 166 (lyr.), Eu.453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to H., Hdt.6.129. cf. Hermipp.17; παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq.612; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R.330d: pl., cares, worries, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Antipho 2.2.2, cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.; μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452.    d heart's desire, Pi.P. 10.62.    e hypochondria, φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72.    II power of thought, mind, τὸ . . ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph.863 (lyr.); οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT170(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib.1390; νέα γὰρ φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48.    III authority, PLond.1.242.8 (iv A. D.); guardianship, PMasp.26.5 (vi A. D.).    2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49.    3 portion of land entrusted to a person, ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12 (iii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1309] ίδος, ἡ, Sorge, Fürsorge, die einer Person oder Sache gewidmete Aufmerksamkeit, das Nachdenken; Pind. φροντίδι μητίονται P. 2, 92; φροντίδα λάβε παλαισμάτων N. 10, 22; ὑπὸ φροντίσιν γλυκυτάταις ἔθηκε νόον Ol. 1, 19; φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα Aesch. Pers. 138; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς θήσει δικαίως Ag. 886; δεῖ τοι βαθείας φροντίδος σωτηρίου Suppl. 402; τὸ δὲ ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι, was ich begreifen kann, Soph. Phil. 851; ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ O. C. 167; τίνα φροντίδα ἔχεις Eur. I. T. 137, u. öfter; φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Ar. Eccl. 572; – auch Besorgniß, Kummer; Theogn. 1227; καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς Aesch. Pers. 157, vgl. Ag. 260. 655, u. öfter; Soph. Trach. 148; φροντίδα παρέχειν τινί Ar. Equ. 610; περί τινος, Her. 7, 205; ἐκείνοις ἴσως οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φροντίς Plat. Phaed. 101 e, sie kümmern sich nicht darum; εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ ὧν ἔμπροσθεν οὐκ εἰσῄει Rep. I, 330 d; ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος, um Etwas in Sorge sein, Her. 1, 111; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι 2, 104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα 1, 46; Sp., ἐν φροντίδι ἔχειν τινά, Einen in Ehren halten, Parthen. 2; φροντίς ἐστιν ἐμοί; er ist mir ein Gegenstand der Sorge, Her. 6, 129; – Nachdenken, Betrachtung, εὔφημος φροντίς, andächtig stilles Nachdenken, Gebet, Soph. O. C. 132. – Ueberh. Sinnesart, Sinn, wie φρόνημα, Eur. Med. 48.

Greek (Liddell-Scott)

φροντίς: -ίδος, ἡ, (φρονέω) ὡς καὶ νῦν, φροντίς, μέριμνα περὶ προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, μετὰ γεν., φροντίδ’ ἔχει τινὸς Σιμωνίδ. 85. 10, Εὐρ. Μήδ. 1301· παλαισμάτων λάβε φροντίδα, φρόντισον, σκέψαι περὶ αὐτῶν, Πινδ. Ν. 10. 40· ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος Ἡρόδ. 1. 111, πρβλ. 7. 205· ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φρ. Πλάτ. Φαίδων 101Ε· εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330D· φρ. ποιεῖσθαί τινος ἢ περί τινος Διόδ. 11. 28, 36., 15. 28· ― ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐν φρ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 33, πρβλ. Κύρου Παιδ. 5. 2, 5. 2) ἀπολ., σκέψις, μέριμνα, μελέτη, τὰ δ’ ἄλλα φροντίς... θήσει δικαίως Αἰσχύλ. Ἀγ. 912· πολλάς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις Σοφ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 67 (ὅπερ παρῳδεῖ ὁ κωμ. Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1, ἔχον... πολλὰς φροντίδων διεξόδους)· ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, ἐπὶ προσώπου, Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 12· ἀλλὰ, ἐν φροντίδι μοι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Ἡρόδ. 2. 104· ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα, ἐμβαλεῖν τινα εἰς σκέψεις, ὁ αὐτ. 1. 46 φροντίδα θέσθαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 142· δεῖ βαθείης φρ. σωτηρίου ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 407, πρβλ. 417· ποῖ τῆς φροντίδος ἔλθῃ; Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 170.· ἴδε εὔφημος Ι. 1, πλάνος ΙΙ. 2· ― ἐν τῷ πληθ., σκέψεις, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσι, εἴ τί σοι ἡ δόξα τῆς Πίσης καὶ τοῦ Φερενίκου (δηλ. τοῦ νικητοῦ ἵππου) τὸν νοῦν σου ἔθηκεν ὑπὸ γλυκυτάταις φροντίσιν, Πινδ. Ο. Ι. 31, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἐπὶ φροντίδων ζῆν Εὐρ. Ἀποσπ. 685. 4· πρβλ. ἐπίστασις ΙΙ. 1· ― παροιμ., αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 436· ― λέγεται ἰδίως περὶ τοῦ Σωκράτους καὶ τῶν Φιλοσόφων, Ἀριστοφ, Νεφ. 138, 234, 237, 740, 762· φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 572· πρβλ. φροντιστής, φροντιστήριον. β) καὶ με καρδίαν ἀμύσσει φρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 161· ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 102, πρβλ. 163, Εὐμ. 453· οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, ὁ Ἱππ. δὲν δίδει σημασίαν τινὰ εἰς τοῦτο, ἀδιαφορεῖ, δὲν τὸν μέλει, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Δημόταις» 6· παρέχειν φροντίδα τινὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 612· ἐν τῷ πληθ., φροντίδες, μέριμναι, ἀνησυχίαι, λύπας καὶ φροντίδας ἐμβέβληκεν Ἀντιφῶν 116. 28, πρβλ. Ἰσοκρ. 408Ε· τρισάθλιόν γε καὶ ταλαίπωρον φύσει πολλῶν τε μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Μένανδρος ἐν «Συναριστώσαις» 6. ΙΙ. δύναμις τοῦ σκέπτεσθαι, νοῦς, τό... ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι Σοφοκλ. Φιλοκ. 863· οὐδ’ ἔνι φροντίδος ἔγχος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 170· τὸ γὰρ τὴν φρ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῑν γλυκὺ αὐτόθ. 1390· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ, «ἡ γὰρ τῶν νέων διάνοια πονεῖν ἢ λυπεῖσθαι οὐ φιλεῖ· οἱ γὰρ νέοι ἔξω πάσης φροντίδος καὶ κακίας εἰσὶ» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 48. 2) ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου, Πίνδ. Π. 10. 96.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 soin, souci, préoccupation ; φροντίδα ἔχειν τινός SOPH prendre soin de qqn ou de qch ; εὔφημος φροντίς SOPH pensée muette ; en mauv. part soin, souci, inquiétude : ἐν φροντίδι εἶναι περί τινος HDT être dans l’inquiétude au sujet de qch, s’inquiéter ou se préoccuper de qch ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι XÉN concevoir de l’inquiétude, commencer à se préoccuper;
2 manière de pensée, sentiment;
3 sujet de méditation;
4 pensée, réflexion, méditation : δεύτεραι φροντίδες σοφώτεραι EUR la seconde pensée est la plus sage.
Étymologie: φρήν.

English (Slater)

φροντῐς (φροντίς, -ίδι, -ίδ(α), -ίσιν.)
   a thought, reflexion πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22) ἀμευσιεπῆ φροντίδα fr. 24. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. pl., νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19)
   b object of one's thoughts, hope τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (= μέλημα, Gildersleeve) (P. 10.62) cf.] φροντι.. ἐλπιδ [(? φροντίδες expll. ἐλπίδες, Lobel) fr. 6b. g.

English (Slater)

φροντῐς (φροντίς, -ίδι, -ίδ(α), -ίσιν.)
   a thought, reflexion πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22) ἀμευσιεπῆ φροντίδα fr. 24. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. pl., νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19)
   b object of one's thoughts, hope τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (= μέλημα, Gildersleeve) (P. 10.62) cf.] φροντι.. ἐλπιδ [(? φροντίδες expll. ἐλπίδες, Lobel) fr. 6b. g.