φυτόν

Revision as of 14:43, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

τό, (φύω)

   A plant (opp. ζῷον, Diog.Apoll.2, Pl.Phd.70d, R. 532b, Lg.889c), esp. garden plant or tree, φυτῶν ὄρχατοι Il.14.123; τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς 18.57, cf. Hes.Op.571, Pi.P. 9.58 (pl.), A.Eu.940 (lyr., pl.), E.Heracl.281(pl.), etc.; φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15; ἀμπέλων Thphr.CP1.12.9; φ. ἔγγεια Pl.R.546a; τὰ ἐκ γῆς φ. Id.Ti.60a: prov., αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι Lib.Ep.32.3.    2 sucker, slip, Arist.Mir.834a16.    3 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.    II generally, creature, A.Supp. 281, etc.; γυναῖκες . . ἀθλιώτατον φ. (collective) most miserable creatures, E.Med.231; εἶτ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φ.; Alex.141.1; κακὸν φ. πέφυκεν . . γυνή Men.Mon.304; also in Pl., ἐμὲ καὶ σὲ καὶ τἆλλα φ. Sph.233e; σωμάτων καὶ τῶν ἄλλων φ. Id.R.401a.    2 offspring, Χαρίτων φυτόν Theoc.28.7; φυτὸν οὐράνιον plant rooted in the sky, i.e. man, Pl.Ti.90a, cf. AP10.45 (Pall.(?)).    3 exceptionally, of iron, κακὸν φ. Call. in PSI9.1092.49.

German (Pape)

[Seite 1320] τό, das Gewachsene, das Gewächs, bes. Gartengewächs, ein im Garten gezogener Baum; πολλοὶ δὲ φυτῶν ὄρχατοι Il. 14, 123; τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς 18, 57. 438; οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτόν, οὔτε ἀρόωσιν Od. 9, 108; vgl. 24, 227. 242; so Hes. u. Folgde; παγκάρπων φυτῶν νήποινον Pind. P. 9, 60; Aesch. Eum. 901. – Auch ein Gewächs am Leibe, ein Geschwür, Archil. 80 bei Schol. Theocr. 2, 48. – Uebh. Geschöpf, Plat. oft, z. B. καὶ ζῷα καὶ φυτὰ ξύμπαντα, Legg. X, 889 c; auch von Menschen, Sprößling, Kind, Aesch. Suppl. 278 Eur. Heracl. 282 u. einzeln bei Sp.; Χαρίτων φυτόν Theocr. 28, 7; φυτὸν οὐράνιον heißt der Mensch Pallad. 122 (X, 45). – Eigtl. neutr. vom Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτόν: τό, (φύω) τὸ φυόμενον ἢ ὅπερ ἔφυ, φυτόν, δένδρον, μάλιστα δὲ φυτὸν ἢ δένδρον κήπου, φυτῶν ὄρχατοι Ἰλ. Ξ. 123· τὸ μὲν ἐγὼ θρέψασα φυτὸν ὡς γουνῷ ἀλωῆς Σ. 57, 438 (πρβλ. φυτεύω Ι. 1)· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569, Πίνδ., Αἰσχύλ., Εὐρ., κλπ· φυτὰ ἀκροδρύων Δημ. 1251. 52· ἀμπέλων Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 9· φ. ἔγγεια Πλάτ. Πολ. 546Α· τὰ ἐκ γῆς φ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 59Ε. 2) παραφυάς, «κωλορρίζι» ἢ «κλωνάρι», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 51. 3) ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ κυνογλώσσου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 129. ΙΙ. εἰς καὶ τὸ φυτὸν εἶναι κυρίως τὸ ἀντίθετον τοῦ ζῴου (Πλάτ. Φαίδων 70D, Πολ. 532Β. Νόμ. 889C), ὅμως εἶναι ἐν χρήσει καθόλου καὶ ἐπὶ ἐμψύχων, τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς. οἷον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 281· γυναῖκες… ἀθλιώτατον φ. (περιληπτικῶς), ἀθλιώτατα πλάσματα, Εὐρ. Μήδ. 231· εἶτ’ οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν; Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένη» 1· κακὸν φ. πέφυκεν... γυνὴ Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 304· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Σοφ. 233Ε, Πολ. 401Α, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Θεάγ. 121Β· ― εἶτα, 2) ὡς τὸ ἔρνος, ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀπόγονος, μαθητής, τέκνον, Εὐρ. Ἡρακλ. 281· Χαρίτων φυτὸν Θεόκρ. 28. 7· φυτὸν οὐράνιον, δηλ. ἄνθρωπος, Πλάτ. Τίμ. 90Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 45, Πλούτ. 2. 400Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
tout ce qui pousse ou se développe :
1 végétal (arbre, plante, etc.) ; d’ord. arbre ou plante cultivés;
2 rejeton, enfant : φυτὸν οὐράνιον PLUT rejeton du ciel, càd l’homme ; abs. homme.
Étymologie: φύω.

English (Autenrieth)

(φύω): plant, tree; collective, ‘plants,’ Od. 24.227, 242.

English (Slater)

φῠτόν
   1 growing thing, plant ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα ἔννομον δωρήσεται, οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (P. 9.58) εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15. met., ? living piece of wood, ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (at φυτόν pro participio intellegendum monuit Schr., cll. (P. 4.5), (P. 6.10), ὄντα Σ paraphr.) (P. 5.42)