paso
Spanish > Greek
βάδισις, διάβασις, ἐμβολή, βάσις, ἐξαλλαγή, διόδιος, διέξοδος, διαδρομή, ἐντομή, αὐχήν, δέρη, διαφοίτησις, εἰσβολή, ἔμβασις, εἴσοδος, ἅλς, διόδιον, δίοδος, ἑβρα, βάδος, διέλευσις, διαπέραμα, δίαυλος, βάδισμα, διάβημα, διόδευσις, διέκπλοος, διαπνοή, διαπεραίωσις, διάπνους, βῆμα, διεκβολή, ἐκποίησις, διάδρομος, ἔγχυσις, διοδεία