κλῆρος

Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

(A), Dor. κλᾶρος Pi. (v. infr.), Leg.Gort.5.27, etc., ου, ὁ:—

   A lot, κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ Il.7.175; κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον 3.316, cf. Od.10.206; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο 23.352; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209, cf. SIG1023.94 (Cos); κλήρῳ πεπαλάσθαι Od.9.331; κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il.24.400, cf. 23.862, A.Pers.187, Hdt.3.83, etc.; πάντας ἀνέφεδρος ἐπαγκρατίασε τοὺς κ., i.e. he never drew a bye, SIG1073.29 (ii A.D.); κλήρου κατὰ μοῖραν E.Rh.545 (lyr.); διὰ τὴν τοῦ κ. τύχην Pl.R.619d, etc.; κλάροισι θεοπροπέων divining by lots, Pi.P.4.190: hence, of oracles, E.Hipp.1057, Ph. 838; Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποιήσεις οἶδ' ὅτι Ar.Pax365; κ. Ἑρμοῦ E. Fr.39.    2 casting of lots, drawing of lots, κ. τίθεσθαι Id.IA1198, cf. Tr.186 (lyr.); δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶσι τῶν ἀρχῶν μετεῖναι ἐν τῷ κ. X. Ath.1.2, cf. Arist.Pol.1300a19, IG5(1).1390.116 (Andania, i B.C.); = Lat. sortitio provinciarum, Plu.Aem.10.    3 λαβὼν πίστιν . . κλήρου dub. sens. in OGI494.19 (i or ii A.D.).    II that which is assigned by lot, allotment of land, Hdt.2.109, Th.3.50, Pl.Lg.740b, Arist.Pol. 1265b15, al.; λαβεῖν τᾶς χώρας ἐξαίρετον τὸν πρῶτον κλᾶρον SIG141.6 (Corc.Nigr., iv B.C.); κ. ἱππικός OGI229.102 (Smyrna, iii B.C.); περὶ τοῦ λάχους τριάκοντα καὶ ἑπτὰ κλάρων Schwyzer 289.88 (Priene, ii B.C.), cf. 313.4, al.    2 generally, piece of land, farm, estate, οἶκος καὶ κ. Il.15.498; οἶκόν τε κ. τε Od.14.64, cf.Hes.Op.37, 341, Pi.O.13.62; κατέφαγε τὸν κ. Hippon.35.4; οἱ κ. τῶν Συρίων their lands, Hdt. 1.76, cf. 9.94, Call.Del.281, etc.; Κύπρου Πάφου τ' ἔχουσα . . κλῆρον, of Aphrodite, A.Fr.463; κατὰ κ. Ἰαόνιον Id.Pers.899 (lyr.); κλῆροι χθονός E.Heracl.876; τῶν λαβόντων ἐν Ὀρχομενῷ κλᾶρον ἢ οἰκίαν IG 5(2).344.12 (iii B.C.), cf. SIG169.61 (Iasus, iv B.C.); Πισαίοις ἐνὶ κλήροισι Nic.Fr.74.5. b. pl., title-deeds, PGrenf.1.14.11 (ii B.C.).    3 legacy, inheritance, heritable estate, Is.11.9, Pl.Lg.923d, Arist.Ath.9.2, SIG1186 (iv B.C.), IG22.1368.127, 154. b. collect., body of inheritors, Leg.Gort.l.c.    4 Astrol., certain degrees in the zodiac connected with planets and important in a nativity, Cat.Cod.Astr.1.169, 170, Ptol.Tetr.111, Vett.Val.59.21, al., Paul.Al.K.2 (cf. Sch.); κ. τύχης Ptol.Tetr.129.    5 generally, province, sphere, ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων Dam.Pr.369.    III of the Levites, Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ LXX De.18.2: hence, of the Christian clergy, ἐν κλήρῳ καταλεγόμενος Cod.Just.1.3.38.2, Just.Nov.6.1.7, Astramps.Orac.98.7.
κλῆρος (B), ου, ὁ,

   A a beetle destructive in bee-hives, Clerus apiarius, Arist.HA605b11, 626b17.

German (Pape)

[Seite 1451] ὁ (vielleicht von κλάω, weil man in den ältesten Zeiten Scherben, Stückchen von Reisern oder Aehnliches zu Loosen brauchtej, – 1) das Loos, das Zeichen des Looses; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο· πάλλ' Ἀχιλεύς· ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο Il. 23, 352, wo zugleich die gewöhnlichste Art der Bestimmung oder die Wahl durchs Loos beschrieben ist; vgl. 7, 175 οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ, und 182. 189. 3, 316. 328 Od. 10, 206; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, sie warfen das Loos, 14, 209 (vgl. κλῆρον βάλλεσθαι ὑπέρ τινος Plut. Luc. 27); κλήρῳ πεπαλάχθαι 9, 331; κλήρῳ λαχεῖν Il. 24, 400; κλήροις θεοπροπέων Pind. P. 4, 191, durch Loose den Rathschluß der Götter erforschen; vgl. Eur. Phoen. 852 κλήρους δ' ἐμοὶ φύλασσε, οὓς ἔλαβον οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών; Ion 908; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα Aesch. Pers. 123; κλῆρος ἐνθάθ' οὐκ ἐπάλλετο Soph. Ant. 392; ὅτ' αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς κλήροις ἔπηλαν El. 700, als die Kampfrichter durchs Loos sie bestimmten, sie aufstellten; κλήρου κατὰ μοῖραν Eur. Rhes. 545; Her. 3, 83; διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Plat. Rep. X, 619 d; ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται Rep. VIII, 557 a, die Aemter werden durchs Loos, nach dem Loose zugetheilt; Hermes stand dem Loosen vor, Ar. Pax 364 u. Schol. – Das Loosen selbst, κλῆρον τίθεσθε Eur. I. A. 1198; κλ. καὶ χειροτονία Xen. rep. Ath. 1, 2; vgl. Plut. Timol. 31 Aem. P. 10. – Später heißen auch die Würfel, mit denen man wie durch das Loos über Zweifelhaftes entschied, κλῆροι. – 2) das Verloos'te, durch das Loos Zugetheilte oder Zugefallene, der Antheil, bes. der Antheil am Erbe, die Erbschaft, u. vorzugsweise ein vererbtes Grundstück, Erbgut; καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15, 497, vgl. Od. 14, 62; Hes. O. 37. 339, Ländereien, bebau'te Felder, φθείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους Her. 1, 76, vgl. 9, 94; κατὰ κλῆρον Ἰόνιον Aesch. Pers. 866; πόλιν πατρὸς ὄψεσθε, κλήρους δ' ἐμβατεύσετε χθονός Eur. Heracl. 876; ἐχέτω τὴν θυγατέρα καὶ τὸν κλῆρον τοῦ τελευτήσαντος Plat. Legg. XII, 924 e, öfter, wie bei den Rednern; bes. Reden des Isaeus ὑπὲρ τοῦ κλήρου τινός, über die Erbschaft; κατέφαγε δὴ τὸν κλῆρον Hipponax bei Ath. VII, 304 b; – πόληες, αἳ κλήρους ἐστήσαντο, die sich ansiedelten, Callim. Del. 281. – 3) ein den Bienenstöcken schädliches Insekt, Arist. H. A. 8, 27. 9, 40. – 4) bei den K. S. der Klerus, die Geistlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

κλῆρος: Δωρ. κλᾶρος, ου, ὁ, κλῆρος, «λαχνός»· παρ’ Ὁμ. ἕκαστος σημειώνει τὸν κλῆρόν του καὶ ῥίπτει αὐτὸν ἐντὸς περικεφαλαίας (μεθ’ Ὅμηρ. ἦτο ἐν χρήσει ἀγγεῖον πρὸς τὸν σκοπόν, ἡ κληρωτρίς), ἐν ᾗ ἀνεπάλλοντο, οὗ τινος δὲ ὁ κλῆρος πρῶτος ἐξεπήδα ἐκ τῆς περικεφαλαίας οὗτος ἦτο ὁ λαχών, ὡς ἔφαθ’, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ’ ἔβαλον κυνέῃ... πάλλεν δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης... Αἴαντος Ἰλ. Η. 175· κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον Γ. 316, πρβλ. Ὀδ. Κ. 206· ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Ἰλ. Γ. 325· ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο Ψ. 352· ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Ὀδ. Ξ. 209· κλήρῳ πεπαλάσθαι Ι. 331· κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ἰλ. Ω. 400, πρβλ. Ψ. 862, Ἡρόδ. 3. 83, Αἰσχύλ. Πέρσ. 187, κτλ.· κλήρου κατὰ μοῖραν Εὐρ. Ρῆσ. 545· διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Πλάτ. Πολ. 619D, κτλ.· κλήροις θεοπροπέων, divinans per sortes, Πινδ. Π. 4. 338, πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 4. 67, Τακίτ. Γερμ. 10· ὅθεν ἐπὶ χρησμῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1057, Φοίν. 838, Ἴων 908. ― Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν κλήρων θεὸς ἦτο ὁ Ἑρμῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 361. 2) τὸ ῥίπτειν ἢ ἐξάγειν κλήρους, κλ. τίθεσθαι Εὐρ. Ι. Α. 1198· πολλοὶ τῶν Ἀθήνησιν ἀρχόντων ἐξελέγοντο διὰ κλήρου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ χειροτονίας ἢ αἱρέσεως, Ξεν. Ἀθην. 1, 2, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 16· πρβλ. κύαμος ΙΙ, κληρωτός· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. sortitio provinciarum, Πλουτ. Αἰμίλ. 10. ΙΙ. τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον, ἡ διὰ κλήρου ἀπονομὴ γῆς εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. κληρουχία), Ἡρόδ. 2. 109, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 741Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 13., 2. 7, 6., 6. 4, 9., 7. 10, 11· ― ἀλλά, 2) παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, καθόλου, μέρος γῆς, ἀγροκήπιον, κτῆμα, οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Ἰλ. Ο. 498· οἶκόν τε κλῆρόν τε Ὀδ. Ξ. 64, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37. 343, Πινδ. Ο. 13. 87· κατέφαγε τὸν κλῆρον Ἱππῶναξ 26· οἱ κλῆροι τῶν Συρίων, τὰ ἀγροτικὰ κτήματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 9. 94 (ἔνθα οἱ κλῆροι ἀμέσως κατόπιν καλοῦνται ἀγροί)· Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα... κλῆρον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 325· κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 897, πρβλ. καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 63. 4., 83. 4., 86. 9., 12. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. οἱ κληρικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς λαϊκούς· πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΗ΄, 20, Δευτ. ΙΗ΄, 2).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. 1 objet dont on se sert pour tirer au sort, primit. petites pierres, cailloux, petits morceaux de bois qu’on déposait dans un casque, postér. dans un vase où on les agitait avant de tirer : ἐν κλήρους ou ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο IL, OD ils jetèrent les sorts (dans le casque) ; κλῆρον καθιέναι SOPH jeter le sort (dans le casque ou dans l’urne) ; κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλειν IL agiter les sorts dans un casque ; ἐξέθορε κλῆρος κυνέης IL le sort est sorti du casque ; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν IL le sort est sorti ; κλήρῳ λαχεῖν IL obtenir par le sort;
2 tirage au sort, attribution par le sort (d’une fonction, etc.);
II. ce qu’on obtient par le sort, lot, part ; particul. :
1 part d’héritage ; héritage;
2 bien, domaine ; particul. lot de terre assigné à des colons (cf. κληρουχία) ; en gén. contrée possédée ou habitée par qqn.
Étymologie: DELG cf. κλῆμα, lat. clades, de κλάω.

English (Autenrieth)

(1) lot, a stone or potsherd, on which each man scratched his mark, Il. 7.175. The lots were then shaken in a helmet, and he whose lot first sprang forth was thereby selected for the matter in hand.—(2) paternal estate, Od. 14.64.

English (Strong)

probably from κλάω (through the idea of using bits of wood, etc., for the purpose; a die (for drawing chances); by implication, a portion (as if so secured); by extension, an acquisition (especially a patrimony, figuratively): heritage, inheritance, lot, part.