νεανίας

Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ου, Ep. and Ion. νεηνίης, εω, ὁ, dat. pl.

   A νεανίοις IG9(2).205.25 (Phthiotis, iii B.C.): (νεάν):—young man, Hom. (only in Od.) always with ἀνήρ, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς Od.10.278; ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι 14.524; παῖδες νεηνίαι Hdt.1.61, cf.7.99; ν. γαμβρός Pi.O.7.4; τέκτονες κώμων ν. Id.N.3.5: without a Subst. in Hdt.1.37,43, S.OC 335, El.750, E.Alc.698, X.Mem.3.1.2, etc.    2 freq. with the sense of a youth in character, i.e. either in good sense, impetuous, active, E.Ion 1041, cf. Ar.V.1333, X.Cyr.1.3.6, D.18.313; or in bad sense, hot-headed, wilful, headstrong, E.Supp.580; ἓν μὲν τοίνυν τοῦτο . . πολίτευμα τοῦ νεανίου τούτου D.18.136, cf. Pl.Sph.239d.    II as masc. Adj., youthful, νεανίαι τὰς ὄψεις Lys.10.29.    2 of things, etc., new, young, fresh, νεανίαις ὤμοισι E.Hel.1562; ν. θώρακα καὶ βραχίονα Id.HF1095; ἄρτος Ar.Lys.1207; ν. λόγοι rash, wilful words, E.Alc.679. [νεανιῶν is trisyll. in Ar.V.1069; cf. νεανικός.]

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνίας: -ου, Ἐπικ. καὶ Ἰων. νεηνίης, εω, ὁ· (νεάν, νέος)· - νέος τὴν ἡλικίαν, νεανίσκος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.) ἀείποτε μετὰ τοῦ ἀνήρ, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικὼς Ὀδ. Κ. 278· ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι Κ. 524: οὕτω παῖς νεηνίης Ἡρόδ. 1. 61., 7. 99· γαμβρὸς ν. Πινδ. Ο. 7. 4· τέκτονες ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 8· ἀλλὰ μόνον παρ’ Ἀττ., ὡς τὸ νεανίσκος, Σοφ. Ο. Κ. 335, Ἠλ. 750, Εὐρ., κτλ.· πρβλ. νεανίσκος. 2) συχν. ἐπὶ τῆς σημασ. νέος τὸν χαρακτῆρα δηλ. ἢ ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁρμητικός, γενναῖος, δραστήριος, Εὐρ. Ἴων 1041, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1333, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6, Δημ. 329. 23· ἢ ἐπὶ κακῆς, θερμοκέφαλος, αὐθάδης, ἰσχυρογνώμων, Εὐρ. Ἱκέτ. 580· ἓν μὲν τοίνυν τοῦτο... πολίτευμα τοῦ νεανίου τούτου Δημ. 271. 19, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 239D· πρβλ. νεανικός Ι. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ., νεανίαι τὰς ὄψεις Λυσ. 118. 33. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νέος πρόσφατος, ν. πόνος Εὐρ. Ἑλ. 209· νεανίαις ὤμοισι αὐτόθι 1562· ν. θώρακα καὶ βραχίονα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1095· ἄρτος Ἀριστοφ. Λυσ. 1208· ν. λόγοι, παράτολμοι, αὐθάδεις, Εὐρ. Ἀλκ. 679. - Μετὰ θηλ. οὐσιαστ., πρβλ. Λοβ. Παραλ. 268. [Ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1069, πρὸς ἀποφυγὴν συνιζήσεως τοῦ νεα- ἐν τῇ λέξει νεανιῶν· ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει νανιῶν, καὶ αὐτόθι 1067 νανικὴν ἀντὶ νεανικήν, - τύποι δικαιολογούμενοι ἐκ τῶν νῆνις, νῆ ἀντὶ νεᾶνις, νέᾱ].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. adj. m.
1 jeune;
2 semblable à un jeune homme, càd fort comme un jeune homme ; en mauv. part hardi, audacieux;
II.νεανίας jeune homme.
Étymologie: νέος.

English (Slater)

νεᾱνῐας
   1 young man φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ (O. 7.4) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.5)

English (Strong)

from a derivative of νέος; a youth (up to about forty years): young man.

English (Thayer)

νεανίου, ὁ (from νέαν, and this from νέος; cf. μεγιστάν (which see), ξυνάν), from Homer down; Hebrew נַעַר and בָּחוּר; a young man: R G in 18 (so here WH text), 22; it is used as in Greek writings, like the Latin adulescens and the Hebrew נַעַר (Lob. ad Phryn., p. 213; (Diogenes Laërtius 8,10; other references in Stephanus' Thesaurus, see under the words, νεᾶνις, νεανίσκος): Acts 7:58.