άθλιος

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἄθλιος, -ιον και -ιος, ία, -ιον)
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.)
2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος
αρχ.
αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + -ιος
αντίθετα προς τον ασυναίρετο τ. ἀέθλιος, που σήμαινε «τον διεκδικητή ή νικητή επάθλου», ο συνηρ. τ. ἄθλιος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο με μεταφορική σημ. για να δηλώσει «τον άξιο λύπης, οίκτου, τον ταλαίπωρο», σημασία η οποία προέκυψε από τους μόχθους, την κουραστική προετοιμασία και την αγωνία για την έκβαση του αγώνα. Έχουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική εξέλιξη από τη σημασία του επάθλου και του συναγωνισμού για το έπαθλο στη σημασία του άθλιου, του δυστυχούς, εξέλιξη παρόμοια προς εκείνη που σημειώθηκε στην Ελληνική και κατά τη μετάβαση από τη σημασία του «αγώνα», (ἀγών) και του αναφερόμενου στον αγώνα (ἀγώνιος) στη σημ. του άγχους για τον αγώνα, της ἀγωνίας.
ΠΑΡ. αθλιότητα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αθλιότοπος].