άμουσος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄμουσος, -ον)
αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος
αρχ.
1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος
2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος
3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος
4. (απρόσωπη φράση) «ἄμουσόν ἐστι», είναι ανάρμοστο, απρεπές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ + μοῦσα.
ΠΑΡ. αμουσία
αρχ.
ἀμούσωτος
νεοελλ.
αμουσότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμουσολογία.