άτσαλος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἄτσαλος, -η, -ον)
1. ακατάστατος, ατημέλητος
2. άπρεπος, άκοσμος
3. βρόμικος
4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος
νεοελλ.
αδέξιος
μσν.
1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος
2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. ατάσθαλος (με αποβολή του –τ– λόγω ανομοιώσεως, με τροπή του -σθ- > -στ- και τέλος με μετάθεση -στ- > -τσ-). Λιγότερο πιθανές θεωρούνται οι ετυμολογίες της λ. < επίθ. ά-σαλος < σαλός ή < ά-καλος < έξαλλος ή < ιταλ. azzele ή < α- στερ. + (περσ.) chāl «βήμα, περπατησιά» (πιθ. μέσω ιδιωματικής, απαρχαιωμένης σήμερα τουρκ. λ.) ή τέλος < τουρκ. acil «βιαστικός»].