έμφαση
Greek Monolingual
η (AM ἔμφασις)
1. η δύναμη και ενάργεια της εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση
2. εκφραστική δύναμη
3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση
αρχ.
1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια
2. εικόνα, ομοίωση
3. εξωτερική όψη, εμφάνιση
4. εντύπωση
5. ιδέα, αντίληψη
6. έκθεση, διήγηση
7. εξήγηση, ερμηνεία
7. σημασία, έννοια
8. νύξη, υπαινιγμός
9. (για μύθο) επιμύθιο.